Δεν μπορώ! Κι όμως υπάρχει!  

Όπως υπάρχει και Δεν θέλω. 

Κάποτε μας λέγανε πως δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, υπάρχει “δεν θέλω”. Και όντως μπορεί αυτή η φράση να λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη κάποιες στιγμές στη ζωή μας, μήπως όμως υπεραπλουστεύει τα πράγματα, μιλώντας μόνο για τη δύναμη της θέλησης; 

Μήπως κατά βάθος κρύβει έναν εγωιστή δυνάστη που θέλει να μας κάνει να νιώθουμε ενοχικά απέναντι σε κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε, υποστηρίζοντας πως ο μόνος λόγος που δεν μπορούμε, είναι απλά ότι δεν το θέλουμε όσο θα έπρεπε;

Και πόσο εύκολα βγαίνουν έξω από τη συζήτηση οι λόγοι και οι συνθήκες που μας επηρεάζουν και μας εμποδίζουν να πετύχουμε αυτό που θέλουμε; 

Και όχι! Οι λόγοι που δεν μπορούμε, δεν είναι πάντα δικαιολογίες για να μην πετυχαίνουμε. Και αυτό σίγουρα δεν χρειάζεται να το ακούει ένα παιδί!

Γιατί πολλά πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα ότι μπορούμε να τα κάνουμε με μόνη δύναμη τη θέλησή μας, τα παιδιά απλά δεν μπορούν. Γιατί δεν είναι αναπτυξιακά ή νευρολογικά έτοιμα να μπορούν, ακόμη κι αν το θέλουν. 

Κάποια “δεν μπορώ” ισχύουν για όλα τα παιδιά. Για παράδειγμα, στην ηλικία των 5 ετών τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν την αφηρημένη σκέψη γιατί δεν είναι ακόμη ο εγκέφαλός τους έτοιμος να την κατανοήσει (πχ δεν θα καταλάβουν μία ειρωνία ή ένα αστείο που θα πουν οι μεγάλοι) ή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους και εύκολα κυριεύονται από αυτά.

Αλλά όχι μόνο. Και εκείνο το παιδί στο σχολείο μπορεί να θέλει να μην κουνιέται στην καρέκλα του θρανίου αλλά να μη μπορεί. Μπορεί να θέλει να μην τσακωθεί με τον φίλο του αλλά να μη μπορεί να κρατήσει τον θυμό του. Τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν κάποια παιδιά ανεξάρτητα με το αν το θέλουν. 

Και αυτό το παιδί, και το κάθε παιδί, τελικά το τι θα μπορέσει να κάνει εξαρτάται κυρίως από τη στήριξη και την αποδοχή των άλλων γύρω του, των δασκάλων του, των γονιών του, των φροντιστών του, όλης της κοινωνίας στην οποία ζει… 

Αυτό το παιδί μπορεί να μάθει πώς να διαχειρίζεται το θυμό του, πώς να ελέγχει καλύτερα τις παρορμήσεις του, πώς να σχετίζεται, αρκεί εμείς γύρω του να είμαστε δίπλα του. Παρόλα αυτά, μπορεί πάντα το σώμα του να κινείται λίγο περισσότερο από των άλλων γύρω του ή να μην γίνει ποτέ καλός στην ορθογραφία. Γιατί υπάρχει εν τέλει και το “δεν μπορώ” και όχι μόνο το “δεν θέλω”. Και αυτό ας το θυμόμαστε πριν κατηγορήσουμε με ευκολία τη θέλησή του.

Για κάθε παιδί, λοιπόν, που από το “δεν μπορώ” κατακτά το “κοιτά, μπορώ!”, αυτό συμβαίνει πολύ συχνά επειδή κάποιοι βρέθηκαν δίπλα του και το στήριξαν. Επειδή το δικό του “δεν μπορώ”, το κάνανε, αν θέλεις, μπορούμε να προσπαθήσουμε μαζί. 

Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος ΜΑ, Παιγνιοθεραπεύτρια