Στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για το Παιχνίδι που έγινε στην Αθήνα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε εξέχοντες ομιλητές/τριες και επιστήμονες από όλο τον κόσμο. Μαζί τους, κάναμε ένα ταξίδι εξερεύνησης και προβληματισμού για τον ρόλο του παιχνιδιού στο σχολείο του αύριο.
Στο συνέδριο, συμμετείχε ως εισηγήτρια και η ψυχολόγος Χαρά Σφέτσα, όπου μίλησε για τα οφέλη της παιγνιοθεραπείας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαν οι θεραπευτές παιδιών και εφήβων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μπορούν τα παιδιά να παίξουν χωρίς να αγγίζονται και πόσο σημαντικό είναι να ακουμπιόμαστε;
Το άγγιγμα είναι βασικό κομμάτι της ανάπτυξής μας και ένας σημαντικός τρόπος με τον οποίο συνδεόμαστε. Τα μωρά θέλουν επαφή skin to skin για να νιώσουν ασφαλή. Τα παιδιά τρελαίνονται για παιχνίδι όπου το ένα σκαρφαλώνει στο άλλο, αγκαλιάζονται, παλεύουν.
“Παίζουμε μάχες, μαμά!! Δεν το κάνουμε στα αλήθεια!!”
Η πανδημία όμως και η αγωνία για ανάρμοστα αγγίγματα όλο και απομακρύνει τα παιδιά από το να αγγίζονται. Επίσης, υπάρχει η έγνοια ότι αν τα αφήσουμε να παλεύουν, πολύ γρήγορα αυτό το παιχνίδι μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικά χτυπήματα.
Πώς μπορεί η παιγνιοθεραπεία να βοηθήσει; Πώς χρησιμοποιούμε το άγγιγμα ως θεραπευτικό εργαλείο; Είναι το “άγριο” παιχνίδι κάτι που μπορούμε να επιτρέπουμε και ποια είναι τα σημάδια που μας δείχνουν ότι πια δεν είναι παιχνίδι αλλά έχει μετατραπεί σε αληθινό καβγά;
Την ευθύνη και την διοργάνωση του συνεδρίου την είχε το ελληνικό διακεκριμένο play-based σχολείο Dorothy Snot preschool & kindergarten.
Βρισκόμαστε στην παιδική χαρά. Ένα χαρούμενο αγοράκι παίζει με τα παιχνίδια του και το κοριτσάκι σας εμφανίζεται με τα καινούργια του αυτοκινητάκια. Το αγοράκι πλησιάζει και αρπάζει τα αυτοκινητάκια και παίζει. Το κοριτσάκι σας κλαίει με παράπονο και φωνάζει «Είναι δικά μου! Είναι δικά μου».
Φανταζόμαστε ότι η κατάσταση σας είναι γνώριμη, ότι έχετε βρεθεί συχνά σε αυτή τη θέση και ότι έχετε αισθανθεί αμήχανα και άβολα. «Τι πρέπει να κάνω;» αναρωτιέστε. Συχνά, έχετε αποφασίσει ότι πρέπει το παιδί σας να προσφέρει τα παιχνίδια του και να κατανοήσει την έννοια του μοιράσματος και της προσφοράς με αυτόν τον τρόπο. Θεωρείτε ότι έτσι το μαθαίνετε να είναι ευγενικό και γενναιόδωρο και ότι δείχνετε και στους υπόλοιπους γονείς ότι είστε κι εσείς οι ίδιοι ευγενείς και μεγαλώνετε «σωστά» το παιδάκι σας.
Τι συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα σε αυτή την ηλικία; Πότε το παιδί κατανοεί την έννοια του μοιράσματος; Πρέπει να παρεμβαίνετε και πότε;
Τα παιδιά δεν αναπτύσσουν την ικανότητα για ενσυναίσθηση πριν τα 6 τους χρόνια.
–Τα παιδιά 2-3 ετών δημιουργούν για πρώτη φορά μια αυτοεικόνα ξεχωριστή από της μητέρας τους. Σε αυτήν την ηλικία λένε φράσεις όπως «θα το κάνω μόνη-ος μου» ή «είναι δικό μου».
-Ταυτοχρόνως, τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες έχουν μια εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου και ανακαλύπτουν την έννοια της ιδιοκτησίας. Κατανοούν ότι κάποια πράγματα τους ανήκουν και πολλές φορές θεωρούν ότι τους ανήκουν και άλλα που στην πραγματικότητα δεν είναι δικά τους. Αυτές οι τάσεις κτητικότητας είναι φυσιολογικές, αποτελούν μια φάση της εξέλιξής τους και στην πορεία ξεπερνιούνται φυσικά. Αν το παιδί σας φέρεται κτητικά με τα παιχνίδια του δε σημαίνει ότι φέρεται εγωιστικά ή ότι είναι άπληστο ή κακομαθημένο. Απλώς, βιώνει την έννοια της κτήσης και πειραματίζεται με αυτήν. Στην πραγματικότητα, αυτή η φάση, η φάση του «εγωισμού» είναι ένα στάδιο πριν το μοίρασμα.
–Ένα παιδί που είναι μικρότερο από 2,5 ετών δύσκολα θα πειστεί να μοιραστεί. Και αυτό έχει να κάνει με τα στάδια ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης των παιδιών. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά παίζουν παράλληλα και όχι μαζί.
–Για τα παιδιά αυτής της ηλικίας τα παιχνίδια δεν είναι απλά αντικείμενα, αλλά, κάτι πολύτιμο. Συχνά, κάποια παιχνίδια, αποτελούν για αυτά μεταβατικά αντικείμενα προσκόλλησης, συνεπώς τα έχουν ανάγκη για να νιώθουν συναισθηματικά ασφαλή.
–Περίπου στα 3 και περισσότερο στα 4 έτη το παιδί αρχίζει να κατανοεί την έννοια της μοιρασιάς και της προσφοράς. Και πάλι είναι λογικό να περιμένουμε επιλεκτικό μοίρασμα.
-Αυτό για να συμβεί προϋποθέτει ότι εμείς οι ίδιοι ως γονείς του δίνουμε με το παράδειγμά μας τη δυνατότητα να δει, να βιώσει και να αντιληφθεί την έννοια της προσφοράς και τα οφέλη της. Γι αυτό καλό είναι να μοιραζόμαστε πράγματα με τα παιδιά μας και μάλιστα να ονομάζουμε την πράξη μας. Να λέμε, για παράδειγμα: «Η συνάδελφός μου μας κέρασε ένα υπέροχο κέηκ και το έφερα μαζί μου εδώ για να το μοιραστούμε». Επίσης, αν έχουμε πάνω από ένα παιδί, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και δίκαιοι στο πώς μοιράζουμε τα πάντα, τον χρόνο μας, τα παιχνίδια, τους εαυτούς μας.
-Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι αν εμείς δίνουμε, το παιδί θα δώσει, όταν έρθει η στιγμή. Αν οι ανάγκες του ικανοποιούνται, αν νιώθει συναισθηματικά ασφαλές και συνεπώς αναπτύσσεται υγιώς και με αυτοπεποίθηση, τότε έχει λιγότερο ανάγκη τα αντικείμενα.
Τι να κάνουμε, λοιπόν;
-Είναι απαραίτητο να υπάρχει συχνά η εξής υπενθύμιση : «Όταν διαφωνούμε και μαλώνουμε με τα άλλα παιδιά δε χτυπάμε, δεν κλωτσάμε, δεν σπρώχνουμε».
-Να μην παρεμβαίνετε όσο είναι δυνατόν. Όλοι οι γονείς επιθυμούμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να επιλύουν μόνα τους τα προβλήματά τους, τις διαφορές τους. Επιθυμούμε να γίνουν ανεξάρτητα και αυτόνομα. Όταν, όμως, προκύπτει μια διαμάχη σπεύδουμε να παρέμβουμε και να λύσουμε τα προβλήματα. Ίσως για να τα προστατεύσουμε, ίσως για να τα υποστηρίξουμε, ίσως και για να ξεμπερδεύουμε και να έχουμε και το κεφάλι μας ήσυχο γιατί ένας παιδικός τσακωμός είναι πολύ ενοχλητικός.
– Να παρατηρείτε και να παρεμβαίνετε μόνο αν η κατάσταση είναι ακραία.
–Αν το παιδί σας αρπάζει τα πράγματα των άλλων και είναι επιθετικό να εκφράσετε τη διαφωνία σας με τη πράξη του χωρίς να το στιγματίσετε. ( Να θυμάστε ότι η πράξη του δεν είναι σωστή ή δεν είναι «καλή», όχι το ίδιο.)
–Να μην επιβραβεύετε το μοίρασμα διαρκώς γιατί αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μοιράζεται τα πράγματά του μπροστά σας για να εισπράξει τον έπαινο και όχι αυθόρμητα.
–Να μην αναγκάζετε το παιδί σας να μοιραστεί κάτι γιατί αυτό το οδηγεί να εστιάζει πιο πολύ στο παιχνίδι και όχι στην συνύπαρξη και στη συνεργασία με τα άλλα παιδιά (αυτό ισχύει σε ηλικίες άνω των 2,5, όταν αρχίζουν να αλληλεπιδρούν και να συνυπάρχουν τα παιδιά).
–Να στρέφετε την προσοχή του παιδιού σας στο παιδί που δέχεται την προσφορά: «Δες τι χαρούμενος που είναι ο Νίκος που του έδωσες για λίγο το παιχνίδι σου». Έτσι μαθαίνει σιγά σιγά να παρατηρεί και να προσέχει τα συναισθήματα των άλλων και να τα αναγνωρίζει σταδιακά. Το ίδιο και στην αντίθετη περίπτωση : «Λες η Ελένη να στενοχωρήθηκε που της πήρες το παιχνίδι της;»
–Να ενθαρρύνετε το παιδί σας να πει στα άλλα παιδιά πώς νιώθει. Αν είναι θυμωμένο να το παροτρύνετε να το πει ξεκάθαρα. Να του πείτε: «Εισαι εκνευρισμένος που σου πήραν τα παιχνίδια σου ; Να το πεις στους φίλους σου.»
-Αν είστε μπροστά και προκύψει μια έντονη διαμάχη να το συζητήσετε ήρεμα με το παιδί σας αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά του και ρωτώντας το τι θέλει να κάνετε. Έτσι το παιδί θα νιώθει ήρεμο και ασφαλές.
–Όταν καλείτε κάποιο άλλο παιδί σπίτι σας να προετοιμαστείτε. Να ζητήσετε να φέρει και το άλλο παιδί τα παιχνίδια του. Έτσι το παιδί σας θα κατανοήσει ότι για να παίξει με τα παιχνίδια του άλλου παιδιού θα πρέπει να του δώσει και τα δικά του. Επίσης, να προετοιμάσετε το παιδί σας γιατί κάποιες φορές μπορεί να νιώσει ότι τα άλλα παιδιά εισβάλλουν στον χώρο του.
–Αν το παιδί σας έχει προτίμηση σε κάποια παιχνίδια, μπορείτε να τα κρύψετε ώστε όταν έρθουν άλλα παιδάκια να μη δημιουργηθεί πρόβλημα.
–Να αφήσετε το παιδί σας να κοινωνικοποιηθεί όσο γίνεται μόνο του (όταν βρίσκεται στην ηλικία που παίζει με τα άλλα παιδιά και όχι παράλληλα). Να μαλώσει, να διαφωνήσει. Έτσι θα μάθει πώς να επιλύει τα προβλήματά του. Άλλωστε μέσω της κοινωνικοποίησης θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά του. Αν αρπάζει τα παιχνίδια των άλλων συνέχεια θα δει ότι θα αρχίσουν να μην το παίζουν. Αν προσφέρει συνέχεια τα δικά του θα νιώθει δυσαρεστημένο. Σε αυτήν την περίπτωση, καλό θα είναι να παρέμβετε και να του πείτε «Σου πήραν το παιχνίδι σου ε; Δεν είσαι ευχαριστημένος-η με αυτό. Μπορείς να πεις όχι αν θες».
–Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να εκφράζουμε εμείς συχνά τα συναισθήματά μας ώστε το παιδί μας να συνηθίζει και να μπορεί σταδιακά να τα αναγνωρίζει.
Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς έχουμε μια εμμονή με την προσφορά και τη γενναιοδωρία. Ξεχνάμε, όμως, πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν είναι από τη φύση τους έτοιμα για αλτρουισμό και αυτοθυσία. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε ούτε εμείς οι ίδιοι δίνουμε εύκολα, δυστυχώς, τα πράγματά μας και θα μας φαινόταν παράλογο κάποιος να μας πει «Πρέπει να μοιραστείς το καινούργιο σου βιβλίο, δεν έχει σημασία αν μόλις τώρα άρχισες να το διαβάζεις και σε έχει συνεπάρει, το σωστό είναι να μοιράζεσαι τα πράγματά σου. Δώσε τώρα στη φίλη σου το βιβλίο σου. Μπράβο σου». Το να κατανοήσει ένα παιδί προσχολικής ηλικίας τι έχει ανάγκη ένα συνομήλικο παιδί και μάλιστα από μόνο του είναι ανέφικτο και λάθος από την πλευρά μας να το περιμένουμε. Το παιδί αυτής της ηλικίας μπορεί πολύ περισσότερο να αντιληφθεί την έννοια της πρακτικής βοήθειας και της συνεργασίας. Γι αυτό καλό θα είναι να το παροτρύνουμε να μας βοηθάει σε πρακτικά ζητήματα. Όσον αφορά στις ανάγκες και στις επιθυμίες των άλλων, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να τις αντιληφθούν περισσότερο μετά τους 30 μήνες.
Καλό θα ήταν, συνεπώς, να ηρεμήσουμε, να προσφέρουμε στα παιδιά μας ένα γενναιόδωρο περιβάλλον που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και να μην τα πιέζουμε να υιοθετήσουν συμπεριφορές που δεν είναι ακόμα σε θέση να κατανοήσουν. Η γενναιοδωρία, η προσφορά και η ευγένεια καλλιεργούνται από εμάς, από το παράδειγμά μας και όχι από κενές εντολές και συμβουλές που δίνουμε στα παιδιά. Αν είμαστε γενναιόδωροι και ευγενείς, αν μοιραζόμαστε και προσφέρουμε, τα παιδιά μας, όταν έρθει η στιγμή θα προσφέρουν απλόχερα και αυτά και αν χρειαστεί, επίσης, θα διεκδικήσουν με αυτοπεποίθηση αν νιώθουν ότι αδικούνται.
Με ένα διάσημο κοινωνικό πείραμα, που έμεινε γνωστό ως η Αυτοεκπληρούμενη Προφητεία, οι Rosenthal και Jacobson, ήδη από το 1968 ανέδειξαν πόσο πολύ επηρεάζεται η απόδοση των μαθητών από τη γνώμη των άλλων για αυτούς.
Πιο συγκεκριμένα, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, οι ερευνητές έδωσαν ένα τεστ ΙQ σε όλους τους μαθητές ενός δημοτικού σχολείου. Από τους μαθητές κάθε τάξης, επέλεξαν τυχαία κάποια παιδιά (ένα 20%) και ενημέρωσαν τους δασκάλους ψευδώς… πως αυτά τα παιδιά έχουν εξαιρετικές επιδόσεις/ ικανότητες. Μετά από 8 μήνες, όλα τα παιδιά υποβλήθηκαν ξανά στο ίδιο τεστ και το αποτέλεσμα έδειξε πως τα παιδιά του τυχαίου δείγματος είχαν πράγματι σημειώσει μεγαλύτερη εξέλιξη από τα υπόλοιπα. Ποια ήταν η μόνη διαφορά τους από τα υπόλοιπα;
Απλά και μόνο οι δάσκαλοι πίστεψαν στις ικανότητες των μαθητών τους!
Το 1999 στη Μεγάλη Βρετανία διεξήχθη μία μεγάλη κρατική έρευνα από τη Βρετανική κυβέρνηση σχετικά με την ψυχική υγεία των παιδιών. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, το 10% των παιδιών της χώρας έχει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, ενώ σύγχρονες μελέτες δείχνουν πως το 20% των παιδιών έχει ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς.
Εάν υπολογίσουμε πως οι έρευνες αυτές έχουν διεξαχθεί πριν από την πανδημία και δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ψυχικές συνέπειες της στα παιδιά, τα νούμερα σήμερα, πιθανόν, να είναι μεγαλύτερα. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ένα παιδί που έχει κάποιο ήπιο, μέτριο ή και σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα.
Μάλλον λοιπόν ξέρετε κι εσείς ένα παιδί που:
Έχει συχνούς εφιάλτες;
Κινδυνεύει να αποβληθεί από το σχολείο;
Έχει βιώσει κάποια τραυματική εμπειρία ή έχει έρθει αντιμέτωπο με κάποιο εξαιρετικά στρεσογόνο γεγονός, που δεν μπορεί να διαχειριστεί συναισθηματικά;
Έχει κακοποιηθεί σωματικά, συναισθηματικά ή σεξουαλικά;
Δυσκολεύεται με το χωρισμό/ διαζύγιο των γονιών του;
Έχει έντονο άγχος ή φοβίες;
Έχει χάσει κάποιο δικό του κοντινό άνθρωπο;
Είναι αποσυρμένο ή συχνά αποκαρδιωμένο;
Δυσκολεύεται να κάνει φίλους;
Συχνά μαλώνει με τους συμμαθητές του ή τους συνομήλικούς του;
Φοβερίζει τους άλλους ή οι άλλοι το φοβερίζουν;
Δεν παίζει;
Τότε χρειάζεται να ξέρετε πώς η παιγνιοθεραπεία μπορεί να το βοηθήσει.