Ο θάνατος ένος αγαπημένου προσώπου είναι ένα δύσκολο γεγονός και όταν χρειάζεται να μιλήσουμε για αυτό στο παιδί μας, συχνά δυσκολευόμαστε. Αναζητάμε τον καλύτερο τρόπο να του το πούμε και να απαλύνουμε τον πόνο του. Τι να πούμε όμως για το θάνατο… σε ένα μικρό παιδί;
Να είστε ειλικρινείς, απλοί και ξεκάθαροι
Χρησιμοποιήστε απλές λέξεις, όπως “πέθανε” και αποφύγετε ασαφείς εκφράσεις, όπως «χάθηκε» ή «έφυγε», που μπορεί να παρερμηνευτούν και να προκαλέσουν σύγχυση στο παιδί. Ειδικά, τα μικρότερα παιδιά μπορεί να πιστέψουν την κυριολεξία της λέξης “έφυγε” και να αναπτύξουν φοβία, κάθε φορά, που φεύγετε εσείς ή κάποιος αγαπημένος από κοντά τους.
Μπορείτε να πείτε για το θάνατο πως συμβαίνει, όταν το σώμα παύει να λειτουργεί. “Όταν κάποιος πεθαίνει, το σώμα του δεν λειτουργεί πια. Δεν τρώει, δεν κινείται, δεν αναπνέει”.
Ενθαρρύνετε το παιδί να μιλήσει και να κάνει ερωτήσεις
Δώστε στο παιδί το χώρο να κάνει ερωτήσεις και να εκφράσει τα συναισθήματά του. Μπορεί να κάνει τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά, καθώς προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί, οπότε να είστε υπομονετικοί και να απαντάτε κάθε φορά, έστω κι αν επαναλαμβάνεστε.
Απαντήστε στις ερωτήσεις του με απλό και κατάλληλο – για την ηλικία του – τρόπο, χωρίς λεπτομέρειες ή πληροφορίες που περισσότερο θα το ταράξουν παρά θα το βοηθήσουν να καταλάβει. Αν δεν γνωρίζετε κάτι, πείτε “δεν ξέρω”.
Αναγνωρίστε τα συναισθήματά του και τονίστε ότι είναι φυσιολογικά
Η λύπη, ο θυμός, η ανασφάλεια είναι φυσιολογικά συναισθήματα και είναι πολύ λογικό το παιδί να τα νιώθει μέσα του. Επίσης, λογικό είναι όλα αυτά να το μπερδεύουν. Μπορείτε να πείτε κάτι του τύπου “Μερικές φορές, όταν πεθαίνει κάποιος, νιώθουμε πολλά συναισθήματα και αυτό είναι εντάξει”.
Λειτουργήστε ως πρότυπο και μοιραστείτε τα δικά σας συναισθήματα με το παιδί. Δείξτε στην πράξη πώς αποδέχεστε τα συναισθήματά σας.
Χρησιμοποιήστε ιστορίες, ζωγραφιές, βιβλία και παιχνίδι
Οι εικόνες και τα παραμύθια μπορεί να είναι πολύ βοηθητικά. Υπάρχουν πολλά παιδικά βιβλία που μιλούν για το θάνατο και τον εξηγούν με απλό τρόπο. Διαβάστε τα μαζί και βοηθήστε το παιδί να συνδεθεί με τα συναισθήματα του ήρωα της ιστορίας.
Ενθαρρύνετε το παιδί σας να ζωγραφίσει και να εκφράσει πώς νιώθει μέσα από τη ζωγραφική και τα χρώματα. Μπορεί επίσης να φτιάξει κάτι με πηλό ή με όποια άλλα υλικά προτιμάει.
Όταν τα παιδιά δυσκολεύονται με κάτι, είναι φυσιολογικό να το εντάξουν στο παιχνίδι τους – μπορεί να συμπεριλάβουν το θάνατο στο συμβολικό τους παιχνίδι με τα playmobil, τις κούκλες ή τους δράκους τους. Αυτό είναι φυσιολογικό και χρειάζεται να δώσετε χώρο σε αυτό, χωρίς επίκριση.
Καθησυχάστε το παιδί σας
Πείτε του ότι είναι καλά και ότι το αγαπάτε. Είναι πολύ σημαντικό να ακούσει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που το νοιάζονται, το αγαπούν και το φροντίζουν.
Ενημερώστε το για το τι ακολουθεί (κηδεία, μνημόσυνο κτλ)
Εάν πρόκειται να παρευρεθεί στην κηδεία ή στο μνημόσυνο, περιγράψτε του με απλό τρόπο τι θα συμβεί, για να ξέρει τι να περιμένει. Αν επιθυμεί να παρευρεθεί, αφήστε το. Σε περίπτωση που επιλέξει να βρίσκεται στην τελετή, φροντίστε να είναι µαζί µε κάποιον, που θα είναι σε θέση να το στηρίξει.
Μπορεί όμως να συμμετάσχει και με τον δικό του τρόπο πχ με μία επίσκεψη στο νεκροταφείο αργότερα, για να αφήσει ένα λουλούδι ή μία ζωγραφιά που έφτιαξε για να πει “αντίο”.
Προετοιμαστείτε για τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά
Ειδικά, τα μικρότερα παιδιά μπορεί να ρωτούν επίμονα πότε θα γυρίσει πίσω ο αγαπημένος τους ή μπορεί ακόμη και να τον βλέπουν και να του μιλούν. Με ευγένεια εξηγήστε τους ότι αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει και δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω, αλλά η μνήμη του μένει μαζί μας.
Αυτή η συζήτηση μπορεί να επαναλαμβάνεται. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, αλλάζει και ο τρόπος που βλέπει και κατανοεί το θάνατο. Οπότε μπορεί να επανέλθει στο θέμα αργότερα, με νέες ερωτήσεις ή συναισθήματα.
Μοιραστείτε τα συναισθήματά σας
Είναι σημαντικό να αφήσετε το παιδί σας, να δει ότι κι εσείς θρηνείτε. Εάν σας ρωτήσει αν είστε λυπημένοι, μην απαντήσετε με ένα “Είμαι καλά”, ενώ δεν είστε.
Είναι φυσιολογικό να κλάψετε μπροστά στο παιδί σας. Και για εσάς είναι δύσκολο. Μην το ξεχνάτε!
From Institute of Child Psychology, Talking to a child about death
Μερικά παιδιά ίσως και να ανυπομονούν να επιστρέψουν στο σχολείο, να ξαναβρούν τους φίλους και συμμαθητές τους και να πάρουν τα καινούργια τους βιβλία. Άλλα πάλι μπορεί να δείξουν κάποια σημάδια άγχους και άρνησης. Και αυτό είναι οκ και μπορεί να συμβεί. Ούτως ή άλλως οι αλλαγές προκαλούν άγχος στους ανθρώπους. Και πόσο μάλλον η επιστροφή στο σχολείο που μπορεί να συνδέεται στο μυαλό του παιδιού με υποχρεώσεις, αξιολογήσεις και διαβάσματα. Το ερώτημα είναι: τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να βοηθήσουμε το αγχωμένο παιδί μας που φαίνεται να το δυσκολεύει η μετάβαση στη σχολική πραγματικότητα;
Πρακτικές συμβουλές για μια πιο ομαλή μετάβαση στη σχολική πραγματικότητα
Επαναφέρουμε τις καθημερινές ρουτίνες μας:
1) Πρόγραμμα ύπνου: Ξεκινάμε να αλλάζουμε την ώρα του βραδινού ύπνου και την ώρα του πρωινού ξυπνήματος, έτσι ώστε να φτάσουμε την ώρα που θα πρέπει κανονικά να ξυπνάει το παιδί για το σχολείο. Ο επαρκής ύπνος είναι απαραίτητος για το νευρικό σύστημα του ανθρώπου!
2) Πρωινές ρουτίνες: Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το σχολείο αρχίζουμε να εφαρμόζουμε τη ρουτίνα της πρωινής προετοιμασίας, που περιλαμβάνει πρωινό, ντύσιμο και ετοιμασία τσάντας.
Οργανωνόμαστε:
Πηγαίνουμε μαζί με το παιδί να αγοράσουμε όλα τα απαραίτητα για τη νέα σχολική χρονιά. Έτσι, και χαίρεται με τη νέα κασετίνα που διάλεξε μόνο του αλλά και νιώθει έτοιμο… για το σχολείο!
Μιλάμε για το άγχος:
1) Μιλάμε για το σχολείο: Μιλάμε με το παιδί για τα συναισθήματα που νιώθει όσον αφορά το σχολείο. Τι είναι αυτό που περιμένει με ανυπομονησία, ποια πράγματα το αγχώνουν… Μιλάμε για τους φόβους που μπορεί να έχει και το καθησυχάζουμε.
2) Επισκεπτόμαστε το σχολείο: Αν είναι εφικτό, επισκεπτόμαστε μαζί του το σχολείο ή ακόμη και την τάξη του, ειδικά αν πρόκειται για ένα νέο περιβάλλον. Η συνάντηση με το νέο του δάσκαλο μπορεί να βοηθήσει πολύ στο αίσθημα ασφάλειας!
Εμπλέκουμε το παιδί:
1) Θέτουμε στόχους: Ενθαρρύνουμε το παιδί να θέσει προσωπικούς στόχους για τη νέα σχολική χρονιά, είτε είναι ακαδημαϊκοί, είτε κοινωνικοί.
2) Δίνουμε την επιλογή: Αφήνουμε το παιδί να επιλέξει τα ρούχα του, το κολατσιό του και τις εξωσχολικές του δραστηριότητες. Η αίσθηση ελέγχου μπορεί να μειώσει το άγχος.
Προγραμματίζουμε την κοινωνικοποίηση:
1) Επανασυνδεόμαστε με φίλους: Κανονίζουμε συναντήσεις με φίλους από το σχολείο ή ενθαρρύνουμε το παιδί να επικοινωνήσει με τους συμμαθητές του πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
2) Παιχνίδι ρόλων: Εάν το άγχος του παιδιού εστιάζεται στις κοινωνικές συναναστροφές, το να “παίξουμε” κάποια συνήθη σενάρια μπορεί να το βοηθήσει να νιώσει προετοιμασμένο. Για παράδειγμα, πώς θα συστήσει τον εαυτό του ή πώς θα συμμετάσχει σε μία ομάδα.
Διατηρούμε αισιόδοξη στάση
1) Ενισχύουμε τα θετικά συναισθήματα: Δείχνουμε ενθουσιασμό για τη νέα σχολική χρονιά. Η στάση μας επηρεάζει το πώς νιώθει το παιδί μας.
2) Οργανώνουμε κάτι ξεχωριστό για την πρώτη μέρα: Προετοιμάζουμε ένα ξεχωριστό πρωινό ή βάζουμε ένα γλυκό σημείωμα μέσα στο ταπεράκι του παιδιού.
Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια
Ελεύθερη μετάφραση από το Institute of Child Psychology
«Καλά όλα αυτά που λες, αλλά πολύ φοβάμαι πως αν αφήσουμε τα παιδιά μας να εκφραστούν ελεύθερα, όπως προτείνεις, δεν θα μάθουν ποτέ να ελέγχουν τα συναισθήματά τους. Δεν πρέπει να λέμε και όχι μερικές φορές;» Μελίνα Π.
Και βέβαια, χρειάζεται να λέμε ΟΧΙ κάποιες φορές!
Οι γονείς πρέπει να βάζουν όρια διαρκώς, κάθε μέρα. Αλλά λέμε ΟΧΙ στη συμπεριφορά, όχι στα συναισθήματα. Τα παιδιά δεν μπορούν να τρέχουν στο δρόμο, να πετάνε φαγητό το ένα στο άλλο ή να χτυπούν το μωρό. Έχουν όμως το δικαίωμα να νιώθουν και να εκφράζουν το θυμό, την απογοήτευση, τη ζήλια, τη λύπη τους.
Όλοι θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους. Στην τελική, τα συναισθήματα είναι αυτά που συνήθως μας βάζουν σε μπελάδες. Όμως, όρια στη συμπεριφορά δεν σημαίνει και όρια στο συναίσθημα. Αντιθέτως, όταν δεν «επιτρέπουμε» στο παιδί μας να θυμώσει, ουσιαστικά του το κάνουμε πιο δύσκολο να μάθει να ελέγχει το θυμό του.
Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να εμποδίσουμε τα συναισθήματα. Το να πούμε στο παιδί μας να σταματήσει να κλαίει, δεν θα το κάνει να νιώσει λιγότερο αναστατωμένο. Θα του στείλει απλά το μήνυμα πως το να νιώθει λυπημένο, είναι κάτι που πρέπει να ντρέπεται ή κάτι τρομακτικό, οπότε θα μάθει σιγά σιγά να το κρύβει καλύτερα. Και δυστυχώς, όταν οι άνθρωποι καταπιέζουν το συναίσθημά τους, αυτό δεν εξαφανίζεται.
Απλά σταματάμε συνειδητά να έχουμε τον έλεγχό του. Οπότε βγαίνει προς τα έξω με μια άσχημη συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.
Ένα παιδί, εκτός ελέγχου, είναι μια τρομακτική εικόνα. Τα παιδιά όμως δεν απορρυθμίζονται, επειδή επιτρέπουμε τα συναισθήματα. Τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, απορρυθμίζονται, όταν νιώθουν πως δεν τα καταλαβαίνουμε. Οπότε όταν ζητάμε από ένα παιδί να σταματήσει να θυμώνει, κατά βάση, το κάνουμε να θυμώνει περισσότερο.
Ένας άλλος λόγος που τα παιδιά απορρυθμίζονται συναισθηματικά είναι, όταν στέλνουμε το μήνυμα πως κάποιο συναίσθημα δεν επιτρέπεται να το νιώθουν. Οπότε προσπαθούν να το κρύψουν. Αυτό μπορεί να δουλέψει εκείνη τη στιγμή, αλλά προκαλεί στα παιδιά νευρικότητα και γκρίνια. Και στο τέλος, αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα όταν θα βγουν στην επιφάνεια, είναι πιο εκρηκτικά και ακόμη περισσότερο… ανεξέλεγκτα.
Πώς μπορούμε λοιπόν να βοηθήσουμε ένα παιδί να μάθει να ρυθμίζει τα συναισθήματά του;
Ας δούμε πώς ΕΜΕΙΣ – οι γονείς – μπορούμε να το πετύχουμε.
1. Εμείς: Γινόμαστε το παράδειγμα!
Αυτό σημαίνει πως αντιστεκόμαστε στα δικά μας μικρά ξεσπάσματα (tantrums), όπως πχ οι φωνές. Στη θέση τους, επιλέγουμε μικρά διαλείμματα (time-out) για να ηρεμήσουμε τον εαυτό μας. Οπότε, όταν νιώσουμε δυσφορία, την αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να παραμείνουμε, όσο γίνεται ψύχραιμοι. Στην τελική, τα παιδιά μαθαίνουν από το παράδειγμά μας. Όταν φωνάζουμε, μαθαίνουν να φωνάζουν. Όταν μιλάμε με σεβασμό, μαθαίνουν να μιλάνε με σεβασμό. Κάθε φορά που πετυχαίνουμε να μη φερόμαστε άσχημα, όταν είμαστε θυμωμένοι, ουσιαστικά μαθαίνουμε έμπρακτα στο παιδί μας πώς γίνεται αυτό.
Προσέξτε δεν λέω ότι πρέπει να καταπιέζετε τα συναισθήματά σας. Αυτό θα έκανε πιο δύσκολο τον έλεγχό τους. Αυτό που λέω είναι να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε με σεβασμό, με το να τα αναγνωρίζουμε και να τα αντέχουμε.
Ακούγεται δύσκολο; Μην ανησυχείτε! Οι περισσότεροι ακόμη προσπαθούμε να το πετύχουμε. Είναι, θα λέγαμε, κάτι που θα το δουλεύουμε όλη μας τη ζωή, κάνοντας σιγά σιγά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
2. Εμείς: Βάζουμε προτεραιότητα μία βαθιά, φροντιστική σύνδεση.
Τα μωρά όταν κλαίνε, ηρεμούν στην αγκαλιά των γονιών τους. Η ανακούφιση δηλαδή τους προσφέρεται από κάποιον άλλον – το φροντιστή τους. Και σιγά σιγά μαθαίνουν να τη βρίσκουν και μόνα τους. Όμως και τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν την ανάγκη να νιώσουν συνδεδεμένα με εμάς, γιατί μερικές φορές δεν μπορούν αλλιώς να ρυθμιστούν.
Όταν λοιπόν παρατηρούμε πως το παιδί μας απορρυθμίζεται, το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε (αφού ηρεμήσουμε τον εαυτό μας) είναι να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε μαζί του. Όταν τα παιδιά νιώθουν πως είμαστε με το μέρος τους, θέλουν να συνεργαστούν, ακόμη κι αν χρειάζεται να τους πούμε όχι.
3. Εμείς: Αποδεχόμαστε τα συναισθήματα του παιδιού, ακόμη κι αν είναι άβολα.
«Αχ καλό μου, το ξέρω πως απογοητεύτηκες… Λυπάμαι που τα πράγματα δεν πήγαν, όπως θα τα ήθελες». Όταν η ενσυναίσθηση γίνεται τρόπος απάντησης, το παιδί μας νιώθει πως το καταλαβαίνουμε, οπότε δεν χρειάζεται να κλιμακώσει τη συμπεριφορά του. Μαθαίνουν πως όταν νιώθουν δυσφορία, αυτό δεν είναι επικίνδυνο, οπότε αποδέχονται αυτά τα συναισθήματα και τα επεξεργάζονται, αντί να τα καταπιέζουν. Η υποστήριξή μας το βοηθάει να μάθει να ζει με τα δυσφορικά συναισθήματα και να καταλάβει πως αυτά έρχονται και φεύγουν και η ζωή συνεχίζεται. Οπότε έτσι αναπτύσσει ψυχική ανθεκτικότητα.
4. Εμείς: Το κάνουμε εύκολο να μιλάμε για τα συναισθήματα.
Οι έρευνες δείχνουν πως τα παιδιά αναπτύσσουν συναισθηματική νοημοσύνη, όταν μιλάμε για τα συναισθήματά μας, τα αναγνωρίζουμε, και αναρωτιόμαστε φωναχτά για το πώς μπορεί να νιώθουν οι άλλοι γύρω μας: « Ω αυτό το μικρό αγοράκι στο καρότσι κλαίει… Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει; Τι πιστεύεις πως μπορεί να χρειάζεται;»
Είναι σημαντικό να μάθουμε στα παιδιά μας να λεκτικοποιούν τα συναισθήματα! Γιατί, έτσι μπορούν να τα αναγνωρίσουν και στον εαυτό τους αλλά και στους άλλους.
5. Εμείς: Περιορίζουμε τις πράξεις του παιδιού, όταν πρέπει.
Ο στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον να εκφράσει το παιδί τα συναισθήματά του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως του επιτρέπουμε να χτυπάει ή να σπάει πράγματα.
Ξέρουμε πως τα παιδιά δεν είναι ικανά ακόμη να παίρνουν όλες τις αποφάσεις για τη ζωή τους, ακόμη κι όταν σκέφτονται σωστά. Όταν όμως είναι θυμωμένα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πως κάνουν και λένε πράγματα που μετά θα μετανιώσουν (το ίδιο δεν κάνουμε κι εμείς στην τελική;)
Απλά, απομακρυνόμαστε, αν το παιδί προσπαθεί να μας χτυπήσει. Εάν χρειαστεί, θα του πιάσουμε τα χέρια για να το εμποδίσουμε. Και θυμηθείτε. Η οργή πρέπει να ακουστεί αλλιώς θα κλιμακώσει. Εάν αναγνωρίσετε το θυμό του παιδιού σας και με ενσυναίσθηση δείξετε πως το καταλαβαίνετε, συνήθως δεν θα χρειαστεί να δείξουν πόσο θυμωμένα είναι με το να προσπαθήσουν να σας χτυπήσουν.
6. Εμείς: Γινόμαστε πρότυπα επανόρθωσης και φροντίδας.
Το θυμωμένο παιδί σας δεν είναι ένας κακός άνθρωπος αλλά ένας πληγωμένος, μικρός άνθρωπος. Όταν τα παιδιά δεν ελέγχουν τα συναισθήματά τους, αυτό συμβαίνει, γιατί δεν μπορούν, εκείνη τη στιγμή. Και σίγουρα αυτή δεν είναι η ώρα να τους μάθετε να μην είναι αγενή. Εάν μπορείτε να μείνετε συμπονετικοί, το παιδί σας θα νιώσει ασφαλές να κλάψει και να εκφράσει τους φόβους που το κάνουν να θυμώνει.
Μετά, όταν θα έχει ηρεμήσει, πάντα βοηθάει μία συζήτηση σχετική με το τι συνέβη – όχι για να το επικρίνετε ή να του κάνετε μάθημα, αλλά για να το συναισθανθείτε και να συνδεθείτε μαζί του. «Θυμώσαμε όλοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον. Αλλά αυτό δεν είναι ωραίο να μας συμβαίνει! Συγνώμη που έχασα την ψυχραιμία μου. Ξέρω πως και εσύ αναστατώθηκες πολύ για να πεις/ κάνεις αυτά τα πράγματα. Είμαι έτοιμη να ακούσω τώρα τι σε έκανε να θυμώσεις τόσο πολύ».
Εδώ να πούμε και στο παιδί μας ότι δεν θέλουμε να μας μιλάει άσχημα ή ότι αυτό που έκανε μας θύμωσε; Και βέβαια!
Αλλά αυτό θα μπορεί να το ακούσει, πρώτα, όταν νιώσει πως το έχουμε καταλάβει «Τώρα, καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο αναστατωμένος πριν και μου φώναξες. Ξέρεις όμως πως δεν χρειάζεται να μου φωνάζεις για να έχεις την προσοχή μου. Πάντα θα σε ακούω και θα προσπαθώ να βοηθήσω».
Από αυτή τη θέση της αμοιβαίας κατανόησης, το παιδί μας θα μάθει να ζητάει συγνώμη και θα έχει περισσότερα κίνητρα στο μέλλον να εκφράσει τα συναισθήματά του, χωρίς φωνές.
7. Εμείς: Ελέγχουμε τη συμπεριφορά αλλά αντιστεκόμαστε στην τιμωρία.
Ξυλιές, συνέπειες και ντροπιάσματα δεν προσφέρουν βοήθεια στο παιδί. Στην πραγματικότητα, περνάνε το μήνυμα πως τα συναισθήματα, που οδήγησαν το παιδί να φερθεί άσχημα, είναι κακά. Οπότε, τα παιδιά προσπαθούν να τα καταπιέσουν. Μάλιστα, οι τιμωρίες οδηγούν τα παιδιά σε χειρότερες, στο μέλλον, συμπεριφορές – καθώς τα συναισθήματα συσσωρεύονται μέσα τους και μετά… εκρήγνυνται.
8. Εμείς: Συμπεριφερόμαστε ως ενήλικες.
Όταν δεν μπορούμε να ελέγξουμε το σπίτι μας, να θέσουμε κατάλληλα όρια και να δημιουργήσουμε ένα θετικό κλίμα, τα παιδιά δεν νιώθουν ασφαλή. Ανησυχούν πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις ανάγκες τους, οπότε αναλαμβάνουν τα ίδια αυτό το ρόλο. Αυτός είναι ένας λόγος που τα παιδιά γίνονται απαιτητικά και αυταρχικά. Ακόμη χειρότερα, παύουν να έρχονται σε εμάς με τα δάκρυά τους και τους φόβους τους.
Και αυτό σημαίνει πως δεν μπορούν να χαλαρώσουν και να μάθουν να διαχειρίζονται τους φόβους τους ή να μάθουν να δουλεύουν τις συγκρούσεις με τους συμμαθητές τους και να αναλαμβάνουν το ρίσκο να κάνουν νέα πράγματα.
Η λύση σε αυτή τη συμπεριφορά είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να νιώσουν ασφαλή, με το να παραμένουμε ήρεμοι και συναισθηματικά γενναιόδωροι γονείς που θέτουμε λογικά όρια και δείχνουμε με το παράδειγμά μας, συναισθηματική νοημοσύνη.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο μαθαίνουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους γιατί έχουν μια συναισθηματικά ασφαλή ζωή. Μαθαίνουν πως:
Τα συναισθήματα δεν είναι καλά ή κακά, αλλά κομμάτι της ανθρώπινης φύσης μας. Όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώσει, τα συναισθήματα ξεφουσκώνουν.
Δεν έχουμε συνήθως επιλογή για το πώς θα νιώσουμε, αλλά μπορούμε πάντα να επιλέξουμε πώς θα συμπεριφερθούμε.
Όλα αυτά μήπως απαιτούν από εμάς πολλά; Ω ναι!!
Αλλά τι πιο σημαντικό κίνητρο από την αγάπη μας για το παιδί μας;
Και εάν ακόμη προσπαθείτε να ελέγξετε τα δικά σας συναισθήματα, θα χαρείτε να ακούσετε πως τα παιδιά σας θα είναι σίγουρα καλύτερα, στη διαχείρισή τους, από εσάς. Γιατί; Γιατί εσείς κάνετε τη δύσκολη δουλειά τώρα με το να τα βοηθάτε να μάθουν πώς. Και η περισσότερη δουλειά γίνεται με το να ελέγχουμε τον εαυτό μας!
Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια
ελεύθερη μετάφραση από Institute of Child Psychology
Στην εποχή μας, η πίεση που νιώθουν οι γονείς είναι μεγάλη! Από το ποιες σούπερ τροφές να επιλέξουν για το μωρό τους μέχρι τις πιο ψαγμένες δραστηριότητες για το μεγαλύτερο παιδί, οι γονείς παλεύουν να βρουν και να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Και βέβαια να το αποδεικνύουν με χαμογελαστές και ανέμελες οικογενειακές φωτογραφίες, στο instagram!
Τι θα λέγατε όμως αν σας έλεγαν ότι τελικά η γονεϊκότητα δεν αφορά την τελειότητα αλλά το να είμαστε απλά αρκετά καλοί; Ο Άγγλος παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald Winnicott εισηγήθηκε πρώτος τον όρο της «αρκετά καλής μητέρας», αναφέροντας πως ο ρόλος της μητέρας δεν είναι να είναι τέλεια απέναντι στο μωρό της αλλά να είναι αρκετά καλή, καθώς η τελειότητα… είναι ανέφικτη.
Γιατί δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τέλειος τύπος γονιού. Υπάρχουν, αντιθέτως, διαφορετικοί αρκετά καλοί.
Τι σημαίνει «αρκετά καλός γονιός»;
Ξέρουμε πως οι γονείς παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός παιδιού. Οι έρευνες μάς δείχνουν πως ο τρόπος που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας επηρεάζει την ανάπτυξή τους, την ψυχική ανθεκτικότητά τους και τις προσδοκίες που έχουν από τον εαυτό τους και τους άλλους. Δηλαδή, καθορίζει με έναν τρόπο τη συμπεριφορά τους και γενικότερα, το ευ ζην τους.
Ο Winnicott (1950) υποστηρίζει πως τα παιδιά επωφελούνται, όταν οι μητέρες τους κάποιες φορές «αποτυγχάνουν» να καλύψουν τις ανάγκες τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως οι γονείς μπορούν να παραμελούν τα παιδιά τους ή να μη διασφαλίζουν ένα ασφαλές περιβάλλον για να τα μεγαλώσουν. Τα παιδιά χρειάζεται να ξέρουν πως τα αγαπούν και είναι άξια φροντίδας.
Ένας “αρκετά καλός” γονιός αντιλαμβάνεται όμως πως και η αποτυχία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Το βίωμα της λύπης, τα δάκρυα και ο θυμός αποτελούν κομμάτι της παιδικής ηλικίας και οι γονείς χρειάζεται να επιτρέπουν στα παιδιά τους να τα μάθουν. Ο “αρκετά καλός” γονιός ξέρεις πως είναι αδύνατον να καλύπτει διαρκώς κάθε ανάγκη του παιδιού, γνωρίζει δηλαδή ότι δεν γίνεται να είναι διαρκώς διαθέσιμος για το παιδί του.
Τι περιλαμβάνει η “αρκετά καλή” γονεϊκότητα;
Ο Winnicott παρατήρησε πως όταν τα μωρά ήταν πολύ, πολύ μικρά, οι ανάγκες τους καλύπτονταν σχεδόν αμέσως. Όταν ένα μωρό κλαίει, η μητέρα την ίδια στιγμή θα το θηλάσει ή θα το αλλάξει.
Αλλά όσο το παιδί μεγαλώνει, δεν χρειάζεται απαραίτητα οι ανάγκες του να καλύπτονται αμέσως. Αυτό επιτρέπει στο παιδί να χτίσει ανθεκτικότητα απέναντι στη ματαίωση. Στην τελική τα πράγματα στη ζωή δεν πάνε πάντα, όπως τα προγραμματίζουμε ή όπως ακριβώς τα θέλουμε.
Οι γονείς εξακολουθούν βέβαια να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες του παιδιού, να το αγαπούν και να το φροντίζουν, απλά δεν μπορούν πάντα να κάνουν τα πράγματα, όπως ακριβώς τα θέλει το παιδί.
Πώς μοιάζει ένας “αρκετά καλός” γονιός στην καθημερινή ζωή;
Ας ξεκινήσουμε ρωτώντας τον εαυτό μας “Τι χρειάζεται το παιδί μου από εμένα;”
Η “αρκετά καλή γονεϊκότητα” επικεντρώνεται στα συναισθήματα και τις ανάγκες του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία του. Σε ένα μωρό, χρειάζεται να “απαντήσουμε” γρήγορα στην πείνα του. Ένας έφηβος όμως μαθαίνει να βρίσκει το δρόμο του, στη ζωή. Ένας “αρκετά καλός” γονιός θα χρειαστεί κάποιες φορές να επιτρέψει στο παιδί να αντιμετωπίσει και τις συνέπειες των επιλογών του, με ό,τι συναισθήματα αυτές συνεπάγονται. Ο γονιός δηλαδή βρίσκεται δίπλα στο παιδί είτε είναι λυπημένο είτε θυμωμένο, χωρίς όμως “να λύσει” το πρόβλημα ή να το “απαλλάξει” από τα συναισθήματά του.
Βέβαια, πάντα χρειάζεται να είμαστε δίκαιοι και ρεαλιστές. Για παράδειγμα, εάν είναι ώρα για βραδινό και το παιδί είναι κουρασμένο και πεινασμένο, δεν έχουμε την απαίτηση να μαζέψει εκείνη τη στιγμή και το δωμάτιό του!
Θέτουμε δίκαια και λογικά όρια!
Το να είμαστε “αρκετά καλός” γονιός σημαίνει ακόμα να αποδεχόμαστε το παιδί μας για αυτό που είναι. Τα παιδιά χρειάζονται άνευ όρων αγάπη για να αναπτύξουν μία υγιή είκονα για τον εαυτό τους. Αυτό σημαίνει πως εάν ένα παιδί ενδιαφέρεται περισσότερο για το ποδόσφαιρο από τα μαθηματικά (ή και το ανάποδο), δεν προσπαθούμε να το αλλάξουμε.
Την ίδια στιγμή θέτουμε όμως ξεκάθαρα όρια – όπως “Σε παρακαλώ μη με διακόπτεις, όταν μιλάω” ή “Θα ήθελα να χτυπάς την πόρτα πριν μπεις στο δωμάτιό μου”– και προσπαθούμε να είμαστε σταθεροί, όσον αφορά την τήρησή τους.
Αυτό βοηθάει όχι μόνο γιατί θέτει λογικά όρια στη σχέση με το παιδί μας (γιατί είμαστε γονείς του, όχι φιλαράκια του), αλλά επίσης του μαθαίνει να βάζει με τη σειρά του υγιή όρια και στις δικές του σχέσεις.
Τα πράγματα δεν πάνε πάντα, όπως τα σχεδιάζουμε.
Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, τα πράγματα δεν πάνε πάντα, όπως τα θέλουμε ή όπως τα έχουμε υπολογίσει. Οπότε αν νιώθουμε θυμωμένοι με το παιδί μας, φροντίζουμε να του μιλήσουμε ήρεμα, δείχνοντάς του έτσι πώς ρυθμίζει κανείς το θυμό του. Αν δεν τα καταφέρουμε – πχ χάσουμε την ψυχραιμία μας και φωνάξουμε – τότε απολογούμαστε.
Σημαντικό επίσης είναι να δίνουμε και στον εαυτό μας λίγο χρόνο. Αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται να τα λύνουμε όλα επί τόπου. Μπορούμε να τα αφήσουμε για αύριο ή για κάποια άλλη στιγμή που θα έχουμε την ενέργεια και την υπομονή που χρειάζεται.
Και όταν το έχουμε ανάγκη, να μην ξεχνάμε να ζητάμε βοήθεια είτε από τον/τη σύντροφό μας ή την οικογένειά μας είτε από κάποιον επαγγελματία, σύμβουλο ή ψυχολόγο. Στην τελική όλα αυτά αφορούν το πώς να είμαστε αρκετά καλοί… όχι υπεράνθρωποι!
Η ανατροφή των παιδιών στη σύγχρονη κοινωνία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι ρυθμοί της ζωής, οι πιέσεις του σχολικού περιβάλλοντος, η έλλειψη χρόνου ή ακόμα και τα απρόβλεπτα γεγονότα ζωής μπορούν να προκαλέσουν δυσκολίες και να κάνουν κάθε γονιό να νιώσει αβοήθητος στο δύσκολο ρόλο του.
Συχνά αυτές οι δυσκολίες λύνονται στο σπίτι αλλά μερικές φορές η οικογένειαχρειάζεται βοήθεια από κάποιον ψυχολόγο και εξειδικευμένο θεραπευτή για να μπορέσει να καταλάβει τι συμβαίνει στο παιδί και πώς μπορεί να το υποστηρίξει για να νιώσει ξανά ευτυχισμένο.
Οι λόγοι που συνήθως οδηγούν τους γονείς να φέρουν τα παιδιά τους στο γραφείο ενός ψυχολόγου μπορεί να είναι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Δυσκολία προσαρμογής στο σχολείο
Άγχος αποχωρισμού
Διάσπαση προσοχής
Δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις
Επιθετικότητα
Αδελφική ζήλια, αλλαγή στη ζωή του παιδιού μετά τη γέννηση ενός ακόμα παιδιού
Χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος
Αλλαγές στην οικογενειακή κατάσταση (επικείμενο διαζύγιο των γονέων, πένθος κ.ά.)
Ασθένειες των παιδιών ή των γονιών τους
Τραυματικά γεγονότα
Mε την κατάλληλη στήριξη και βοήθεια, οι γονείς μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του γονεϊκού ρόλου και να καταφέρουν να υποστηρίζουν μια υγιή και χαρούμενη οικογένεια.
Στο σχολείο, μας ενημέρωσε η δασκάλα πως η κόρη μας χτύπησε ένα άλλο παιδί στο διάλειμμα. Τι κάνουμε; Την αφήνουμε να δει "οθόνες" σαν να μην τρέχει τίποτα;
Έχει πάει αργά το απόγευμα και ακόμη το δωμάτιό του είναι ακατάστατο, ενώ είχαμε συμφωνήσει να το μαζέψει. Τι κάνουμε; Τρώμε πίτσα, όπως είχαμε κανονίσει; Ή τον τιμωρούμε ως συνέπεια της… ασυνέπειάς του; Οι πράξεις των παιδιών μας δεν πρέπει να έχουν συνέπειες;
Μπορεί να σκέφτεστε πως τέτοιες πράξεις πρέπει να έχουν σοβαρές συνέπειες στη ζωή του παιδιού, γιατί έτσι μόνο θα μάθει να είναι υπεύθυνο στη ζωή του.
Πολλοί γονείς ακόμη πιστεύουν πως είναι απαραίτητο να κάνουν το παιδί να νιώσει άσχημα για τη συμπεριφορά του και ότι οι συνέπειες το βοηθούν να μάθει να πληρώνει για τα λάθη του. Με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνει τι έκανε και δεν θα το ξανακάνει.
Ισχύει όμως αυτό; Μπορούν οι συνέπειες να αλλάξουν μια προβληματική συμπεριφορά;
Χρησιμοποιώντας τις συνέπειες για να αλλάξουμε μια συμπεριφορά
Πόσο συχνά χρησιμοποιείτε τις συνέπειες για να μάθετε στο παιδί σας να φέρεται σωστά;
Θέλετε να ενθαρρύνετε το παιδί σας να καταλάβει από τα λάθη του και να γίνει καλύτερο;
Εάν πιστεύετε πως οι συνέπειες είναι απαραίτητες, δεν είστε οι μόνοι.
Πολλοί πιστεύουν πως οι συνέπειες δεν είναι μόνο καλές αλλά απαραίτητες για τη σωστή διαπαιδαγώγηση. Οι έρευνες όμως δείχνουν πως μάλλον κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Όταν τα παιδιά φέρονται άσχημα, αυτό που πραγματικά μπορεί να τα βοηθήσει να αλλάξουν, είναι να τους συμπεριφερθούμε με ευγένεια και να τους δείξουμε το ενδιαφέρον μας.
Γιατί, όταν τα παιδιά αισθάνονται πως ο γονιός τους προσπαθεί να τα κατανοήσει και δεν σπεύδει αμέσως να τα κατηγορήσει, είναι πιο πιθανό να προσπαθήσουν πράγματι να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και να κάνουν μια καλύτερη επιλογή, την επόμενη φορά.
Η ευγένεια και ο σεβασμός δεν επιβραβεύουν την κακή συμπεριφορά, αλλά βοηθούν στη δημιουργία μιας δυνατής σύνδεσης – ανάμεσα στο γονιό και το παιδί – που το ενθαρρύνει να αλλάξει.
"Το παιδί μου μόλις παραδέχτηκε πως πλήγωσε κάποιον άλλο, και εγώ θα προσπαθήσω να το καταλάβω; Αυτό δεν μπορεί να είναι το σωστό"!
Λοιπόν, ναι, ξέρετε, μπορεί η τιμωρία ή η απειλή να είναι ένας αυτόματος και εύκολος τρόπος για να σταματήσει εκείνη τη στιγμή η συμπεριφορά αλλά δεν μας εξασφαλίζει ότι δεν θα ξαναγίνει. Αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο να μάθει να κρύβει τις πράξεις του καλύτερα, από το φόβο της τιμωρίας.
To να μην υπάρχουν συνέπειες δεν σημαίνει πως το παιδί “τη γλιτώνει” με την ανυπακοή του!
Συχνά πιστεύουμε πως όταν αποδίδουμε ευθύνες και κατηγορούμε το παιδί μας, κάνουμε κάτι καλό και θετικό – του μαθαίνουμε να είναι υπεύθυνο. Αλλά όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που η κατηγορία είναι τρόπος ζωής, τότε γίνονται πιο αμυντικά, μαθαίνουν να κρύβουν τι τους συμβαίνει και τους είναι πιο εύκολο να κατηγορήσουν και να ρίξουν την ευθύνη σε κάποιον άλλον.
Οι συνέπειες μπορεί να οδηγήσουν σε έναν φαύλο κύκλο κακής συμπεριφοράς – τιμωρίας.
Αν αποδεχτούμε όμως το γεγονός πως τα παιδιά μας όσο μεγαλώνουν, θα κάνουν λάθη, θα πληγώνουν και θα πληγώνονται, θα τεστάρουν τα όριά μας και τις αντοχές μας, τότε ο δρόμος της κατανόησης και της εμπιστοσύνης μπορεί να έχει καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από αυτόν της τιμωρίας.
Η τιμωρία και η πειθαρχία, έτσι ίσως όπως την έχουμε μάθει από τους παλιότερους, συχνά εστιάζει στο να κάνουν το παιδί να νιώσει άσχημα με τον εαυτό του.
Ένα κλασικό κήρυγμα για το "πόσο κακό είναι να χτυπάμε" συνοδευόμενο μετά και από μία τιμωρία (πχ δεν έχει οθόνη σήμερα), όντως κάνει τικ σε πολλά κουτάκια της παραδοσιακής διαπαιδαγώγησης. Τι όμως μαθαίνει στα αλήθεια το παιδί με το να μένει τιμωρία στο δωμάτιό του, αφού πρώτα "τα έχει ακούσει" που χτύπησε το συμμαθητή του;
Το να μην χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για ένα απόγευμα δεν του μαθαίνει πώς να επιλύει τις διαφορές του
Το να μην δει τηλεόραση δεν του μαθαίνει πώς να συγκρατεί τα νεύρα του
Το να μην πάει σινεμά ή να μην φάει γλυκό δεν του μαθαίνει πως να επανορθώνει για τα λάθη του
Δεν βγάζει λοιπόν περισσότερο νόημα να βοηθάμε τα παιδιά μας στην αναζήτηση λύσεων για το πρόβλημά τους;
Ο Dr. Haim Ginott εξηγεί στο βιβλίο του, Between Parent and Child ότι τις περισσότερες φορές, οι συνέπειες είναι τιμωρητικές και κάνουν το παιδί να νιώσει ακόμη πιο άσχημα με τον εαυτό του.
Αντιθέτως εάν κάτσετε μαζί του και συζητήσετε τι συμβαίνει, τι νιώθει, γιατί συμπεριφέρθηκε έτσι και τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει τη συμπεριφορά του, το παιδί μπορεί να νιώσει ικανό να κάνει καλύτερες επιλογές στο μέλλον.
Εάν το παιδί νιώθει άσχημα για αυτό που είναι, δεν θα ψάξει να βρει καλύτερες λύσεις για τη συμπεριφορά του. Απλά θα νιώθει απαίσια ή θα προσπαθήσει να ρίξει το φταίξιμο αλλού.
Είναι όντως δύσκολο να διαχειριστούμε την ανυπακοή και την άρνηση συνεργασίας των παιδιών μας, τις περισσότερες φορές όμως συμπεριφέρονται με λάθος τρόπο, όταν ήδη νιώθουν άσχημα με τον εαυτό τους, συναισθηματικά φορτισμένα ή κουρασμένα.
Εκείνη τη μέρα που ο γιος σας λοιπόν δεν μάζεψε το δωμάτιό του, όπως το είχατε συμφωνήσει, μάλλον ήξερε ήδη πως αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό. Αν τον τιμωρήσετε, πιθανότατα θα θυμώσει πιο πολύ με τον εαυτό του και ίσως και με εσάς. Εάν όμως καθίσετε και μιλήσετε για το τι έγινε, ακούσετε τι έχει να σας πει και του τονίσετε πόσο σημαντικό είναι για εσάς να τηρούνται οι συμφωνίες στο σπίτι, ίσως να σας εκπλήξει η ειλικρίνιά του και η ανάγκη του να αναλάβει τις ευθύνες του.
Επίσης, σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τι μπορούμε να απαιτούμε από το παιδί μας, με βάση το ηλικιακό του στάδιο. Συχνά οι απαιτήσεις των γονιών δεν συνάδουν με την ηλικία του παιδιού. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο ένα παιδί 5 χρονών να μπορεί να έχει τον έλεγχο του χρόνου και να μην υποκύψει σε ένα ακόμη επεισόδιο της αγαπημένης του σειράς στο Netflix. Είναι δική μας δουλειά να φροντίζουμε και να θέτουμε ξεκάθαρα όρια και να βοηθάμε τα παιδιά μας να τα τηρούν.
Αντικαθιστώντας τις συνέπειες με θετική διαπαιδαγώγηση
Θέλουμε το παιδί μας να νιώθει άνετα να έρθει σε εμάς, ό, τι κι αν έχει κάνει ή έχει συμβεί.
Θυμόμαστε πως η καλή συμπεριφορά χρειάζεται πρακτική εξάσκηση, θέλει υπομονή και επιμονή.
Θέτουμε ξεκάθαρα όρια και τα τηρούμε.
Χρησιμοποιούμε στρατηγικές που σέβονται το παιδί μας.
Αντικαθιστούμε τις τιμωρίες με λύσεις που βοηθούν το παιδί να επιλέξει καλύτερα την επόμενη φορά.
Η θετική διαπαιδαγώγηση βοηθάει τα παιδιά να μάθουν να ελέγχουν μόνα τους τη συμπεριφορά τους όχι από φόβο τιμωρίας αλλά από αγάπη και σεβασμό στον εαυτό τους και τους άλλους.
Αν δεν είστε σίγουροι πως να αντικαταστήσετε τις συνέπειες, ξεκινήστε στην αρχή με πιο απλές καθημερινές καταστάσεις.
Αφιερώστε του λίγο χρόνο κάθε μέρα και μιλήστε του με σεβασμό και ευγένεια.
Ακούστε το προσεκτικά, όσο σας μιλάει και προσπαθήστε να καταλάβει τι νιώθει.
Και το πιο σημαντικό… πιστέψτε πως το παιδί σας μπορεί να συμπεριφερθεί καλύτερα με τη δική σας βοήθεια και στοργική καθοδήγηση.
Αυτές τις μέρες κυκλοφορούν δυστυχώς πολύ δυσάρεστες ειδήσεις σχετικές με τη παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Ως γονείς λογικό είναι να ανησυχούμε και να αναρωτιόμαστε πώς να μιλήσουμε στα παιδιά μας για αυτό.
Τι λέμε λοιπόν;
Πολύ συχνά από την ανάγκη μας να προστατεύσουμε τα παιδιά μας, μπορεί σε τέτοιου είδους συζητήσεις να λέμε περισσότερα από όσα μπορεί να καταλάβει το παιδί μας (ειδικά αν είναι σε μικρή ηλικία) με αποτέλεσμα περισσότερο να το φοβίζουμε παρά να το προστατεύουμε. Από την άλλη εάν επιλέξουμε να πούμε λιγότερα, τότε πάλι μπορεί να το “αφήνουμε” με τρομακτικές σκέψεις και απορίες.
Το σίγουρο είναι πως όσο δύσκολο θέμα κι αν είναι, χρειάζεται να κάνουμε αυτή τη συζήτηση.
Το τι λέμε… πάντα εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού. Σε γενικές γραμμές, πρώτα, απαντάμε στις ερωτήσεις του και καταλαβαίνουμε τις σκέψεις του και μετά μοιραζόμαστε τις δικές μας σκέψεις και συμβουλές.
Πρώτα μαθαίνουμε τι έχει ακούσει…
… από τους φίλους, την τηλεόραση, τα social media. Κάποια στιγμή λοιπόν που έχετε χρόνο να κάνετε τη συζήτηση (και δεν βιάζεστε να φύγετε εσείς ή το παιδί), πχ όταν κάθεστε και μοιράζεστε τα νέα της ημέρας σας, μπορείτε να το ρωτήσετε τι έχει ακούσει σχετικά με το θέμα της παρενόχλησης ή γενικά για μεγαλύτερους άνδρες να πλησιάζουν μικρά κορίτσια – ό,τι δηλαδή μοιάζει περίπου με το θέμα των ημερών.
Θυμηθείτε! Πρώτα θέλετε να σας μιλήσει το παιδί σας και όχι να μιλήσετε εσείς!
Έτσι μαθαίνετε τι γνωρίζει για το θέμα (αν γνωρίζει κάτι) και το ενθαρρύνετε να σας μιλήσει. Επίσης, του δίνετε τη δυνατότητα να σας ρωτήσει όποιες απορίες έχει ή κάτι που δεν έχει καταλάβει. Έτσι του δείχνετε πως είστε διαθέσιμοι και μπορείτε να ακούσετε ό,τι κι αν έχει να σας πει, χωρίς να το επικρίνετε ή να το διακόπτετε.
Μετά απαντάμε στις ερωτήσεις του…
Σκοπός σας είναι να του δώσετε τις πληροφορίες, μιλώντας του σε μία γλώσσα κατανοητή και απλή, πάντα λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του. Δεν χρειάζεται να μπείτε σε λεπτομέρειες, αλλά ούτε να πείτε και πολύ λίγα ειδικά σε περίπτωση που θέλει να μάθει περισσότερα.
Το να αποφεύγουμε να αναφέρουμε τα γεγονότα δεν προστατεύει τα παιδιά μας από τις οδυνηρές πληροφορίες. Αντιθέτως, τα αφήνει ευάλωτα στη φαντασία τους που συνήθως τη χρησιμοποιούν για να γεμίζουν τα κενά, όταν οι ενήλικες δεν είναι πρόθυμοι να τους εξηγήσουν. Και πιστέψτε με… αυτό που φαντάζονται μπορεί να είναι πολύ χειρότερο από αυτό που πραγματικά συμβαίνει.
Μετά μιλάμε για τις σκέψεις του και το τι πιστεύει…
Και στο τέλος, μοιραζόμαστε τις δικές μας σκέψεις και συμβουλές.
Στόχος τέτοιων συζητήσεων είναι να προσφέρουμε στο παιδί τη δυνατότητα να σκεφτεί σχετικά με το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, και βέβαια είναι απαραίτητο να του πούμε τι πιστεύουμε εμείς σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος.
Χρειάζεται εδώ να συζητήσουμε το πότε είναι οκ να μας ακουμπήσει κάποιος άλλος άνθρωπος, τι σημαίνει συναίνεση, πότε ξεπερνώνται τα όρια. Εδώ εξηγούμε ποια σημεία του σώματος δεν επιτρέπεται να μας ακουμπήσουν άλλοι, πώς πρέπει να αντιδράσει αν συμβεί και σε ποιον να στραφεί για βοήθεια.
Ειδικά στα μικρότερα παιδιά, μπορούμε να μιλήσουμε για τον κανόνα των εσωρούχων. Τι λέει; Είναι απλό. Κανείς δεν μπορεί να αγγίξει ή να χαϊδέψει το παιδί στα σημεία του σώματός του που καλύπτονται από εσώρουχο.
Θυμίστε του, πως ό,τι κι αν συμβεί, εσείς πάντα θα είστε δίπλα του πρόθυμοι να ακούσετε τις σκέψεις και τις ανησυχίες του.
Χρειάζεται να του τονίσετε πόσο σημαντικό είναι να σας μιλήσει αν κάτι που του συμβαίνει, το κάνει να νιώθει ντροπή ή φόβο.
Γιατί είναι καθησυχαστικό να ξέρει ένα παιδί πως ακόμη κι εάν κάτι κακό συμβεί ή σε αυτό ή σε κάποιο άλλο παιδί, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να σιγουρευτούμε πως αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει ποτέ.
Σίγουρα αυτή η συζήτηση δεν είναι εύκολη. Αλλά είναι απαραίτητη, γιατί έτσι μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να γνωρίζουν τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, όσον αφορά το σώμα το δικό τους και των άλλων.
Κάποτε μας λέγανε πως δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, υπάρχει “δεν θέλω”. Και όντως μπορεί αυτή η φράση να λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη κάποιες στιγμές στη ζωή μας, μήπως όμως υπεραπλουστεύει τα πράγματα, μιλώντας μόνο για τη δύναμη της θέλησης;
Μήπως κατά βάθος κρύβει έναν εγωιστή δυνάστη που θέλει να μας κάνει να νιώθουμε ενοχικά απέναντι σε κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε, υποστηρίζοντας πως ο μόνος λόγος που δεν μπορούμε, είναι απλά ότι δεν το θέλουμε όσο θα έπρεπε;
Και πόσο εύκολα βγαίνουν έξω από τη συζήτηση οι λόγοι και οι συνθήκες που μας επηρεάζουν και μας εμποδίζουν να πετύχουμε αυτό που θέλουμε;
Και όχι! Οι λόγοι που δεν μπορούμε, δεν είναι πάντα δικαιολογίες για να μην πετυχαίνουμε. Και αυτό σίγουρα δεν χρειάζεται να το ακούει ένα παιδί!
Γιατί πολλά πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα ότι μπορούμε να τα κάνουμε με μόνη δύναμη τη θέλησή μας, τα παιδιά απλά δεν μπορούν. Γιατί δεν είναι αναπτυξιακά ή νευρολογικά έτοιμα να μπορούν, ακόμη κι αν το θέλουν.
Κάποια “δεν μπορώ” ισχύουν για όλα τα παιδιά. Για παράδειγμα, στην ηλικία των 5 ετών τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν την αφηρημένη σκέψη γιατί δεν είναι ακόμη ο εγκέφαλός τους έτοιμος να την κατανοήσει (πχ δεν θα καταλάβουν μία ειρωνία ή ένα αστείο που θα πουν οι μεγάλοι) ή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους και εύκολα κυριεύονται από αυτά.
Αλλά όχι μόνο. Και εκείνο το παιδί στο σχολείο μπορεί να θέλει να μην κουνιέται στην καρέκλα του θρανίου αλλά να μη μπορεί. Μπορεί να θέλει να μην τσακωθεί με τον φίλο του αλλά να μη μπορεί να κρατήσει τον θυμό του. Τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν κάποια παιδιά ανεξάρτητα με το αν το θέλουν.
Και αυτό το παιδί, και το κάθε παιδί, τελικά το τι θα μπορέσει να κάνει εξαρτάται κυρίως από τη στήριξη και την αποδοχή των άλλων γύρω του, των δασκάλων του, των γονιών του, των φροντιστών του, όλης της κοινωνίας στην οποία ζει…
Αυτό το παιδί μπορεί να μάθει πώς να διαχειρίζεται το θυμό του, πώς να ελέγχει καλύτερα τις παρορμήσεις του, πώς να σχετίζεται, αρκεί εμείς γύρω του να είμαστε δίπλα του. Παρόλα αυτά, μπορεί πάντα το σώμα του να κινείται λίγο περισσότερο από των άλλων γύρω του ή να μην γίνει ποτέ καλός στην ορθογραφία. Γιατί υπάρχει εν τέλει και το “δεν μπορώ” και όχι μόνο το “δεν θέλω”. Και αυτό ας το θυμόμαστε πριν κατηγορήσουμε με ευκολία τη θέλησή του.
Για κάθε παιδί, λοιπόν, που από το “δεν μπορώ” κατακτά το “κοιτά, μπορώ!”, αυτό συμβαίνει πολύ συχνά επειδή κάποιοι βρέθηκαν δίπλα του και το στήριξαν. Επειδή το δικό του “δεν μπορώ”, το κάνανε, αν θέλεις, μπορούμε να προσπαθήσουμε μαζί.
Λένε πως η επίθεση αποτελεί την καλύτερη άμυνα. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, όντως, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι προτιμότερο να επιτεθούμε σε αυτό που μας φοβίζει παρά να οπισθοχωρήσουμε. Το ίδιο ισχύει κι όταν τα παιδιά εκφράζουν επιθετική συμπεριφορά, φωνάζοντας, χτυπώντας ή και βρίζοντας. Συχνά αυτή η επίθεση, αποτελεί την άμυνά τους, μπροστά σε αυτό που τα τρομάζει, που τα στενοχωρεί, που τα φοβίζει.
Συχνά, τα παιδιά που είναι θυμωμένα είναι κατά βάθος πολύ λυπημένα. Η λύπη όμως είναι ένα “ευάλωτο” συναίσθημα, που δύσκολα μπορεί να σε προστατεύσει, όταν πιστεύεις πως είσαι σε κίνδυνο, ενώ ο θυμός είναι δυναμικός και μπορεί να σου παρέχει ένα αίσθημα ελέγχου και ασφάλειας.
Γιατί κάποια παιδιά έχουν επιθετική συμπεριφορά;
Η επιθετική συμπεριφορά (bullying) μπορεί να προσφέρει στο παιδί ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς, όταν κατά βάθος αυτό που νιώθει μέσα του είναι φόβος.
Τα παιδιά που φαίνονται θυμωμένα, συχνά είναι παιδιά θλιμμένα. Χρησιμοποιούν το θυμό και την επίθεση για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από το να νιώθουν ανεπιθύμητα, ανάξια αγάπης, προσοχής και φροντίδας.
Τα παιδιά που έχουν επιθετική συμπεριφορά συχνά νιώθουν εσωτερικά πολύ εύθραυστα, γεγονός που τα οδηγεί να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή να αντικρούσουν πιθανές επιθέσεις ή επικρίσεις.
Πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε;
Με ενεργητική ακρόαση, βοηθάμε να τα ηρεμήσουμε. Για παράδειγμα “Πωπω… πρέπει να είσαι πολύ θυμωμένος αυτή τη στιγμή!”
Η ενεργητική ακρόαση πραγματικά αποτελεί λύση! Όταν ένα παιδί νιώσει ότι το καταλαβαίνουν, παύει να νιώθει πως χρειάζεται να δείξει τι του συμβαίνει, μέσα από τη συμπεριφορά του. Όταν τα παιδιά νιώθουν πως δεν τα ακούν ή πως δεν τα καταλαβαίνουν, θα το δείξουν αυτό μέσα από τη συμπεριφορά τους, και αυτή συχνά γίνεται όλο και χειρότερη μέχρι να νιώσουν πως τα καταλαβαίνουμε.
Θέτουμε όρια! Ήρεμα, ήπια αλλά ξεκάθαρα όρια, χωρίς να ξεχνάμε να τονίζουμε πως δεν είναι για χτύπημα, ούτε ο εαυτός τους ούτε οι άλλοι.
Πώς μπορεί η παιγνιοθεραπεία να βοηθήσει;
Σε μία συνεδρία playtherapy, το παιδί μπορεί να εκφράσει το θυμό του (τη λύπη, το φόβο, το άγχος του κτλ) σε ένα ασφαλές θεραπευτικό περιβάλλον.
Όταν αυτά τα συναισθήματα λύπης και φόβου βγουν στην επιφάνεια, η θεραπεύτρια μπορεί να βοηθήσει το παιδί να τα αναγνωρίσει, να τα αποδεχθεί και να τα “επουλώσει”.
Eίναι πιο εύκολο για ένα παιδί να “μιλήσει” για αυτά που το ζορίζουν, παίζοντας. Τα παιχνίδια γίνονται οι λέξεις του παιδιού και μέσα από το παιχνίδι, εκφράζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του για ό,τι του συμβαίνει. Η θεραπεύτρια ακούει αυτά που της λέει, αποδέχεται το παιδί όπως είναι και με την καθοδήγηση της αναζητούν μαζί να βρουν τις λύσεις που του ταιριάζουν και μπορούν να κάνουν το παιδί να νιώσει πιο χαρούμενο στη ζωή του.
Στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για το Παιχνίδι που έγινε στην Αθήνα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε εξέχοντες ομιλητές/τριες και επιστήμονες από όλο τον κόσμο. Μαζί τους, κάναμε ένα ταξίδι εξερεύνησης και προβληματισμού για τον ρόλο του παιχνιδιού στο σχολείο του αύριο.
Στο συνέδριο, συμμετείχε ως εισηγήτρια και η ψυχολόγος Χαρά Σφέτσα, όπου μίλησε για τα οφέλη της παιγνιοθεραπείας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαν οι θεραπευτές παιδιών και εφήβων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μπορούν τα παιδιά να παίξουν χωρίς να αγγίζονται και πόσο σημαντικό είναι να ακουμπιόμαστε;
Το άγγιγμα είναι βασικό κομμάτι της ανάπτυξής μας και ένας σημαντικός τρόπος με τον οποίο συνδεόμαστε. Τα μωρά θέλουν επαφή skin to skin για να νιώσουν ασφαλή. Τα παιδιά τρελαίνονται για παιχνίδι όπου το ένα σκαρφαλώνει στο άλλο, αγκαλιάζονται, παλεύουν.
“Παίζουμε μάχες, μαμά!! Δεν το κάνουμε στα αλήθεια!!”
Η πανδημία όμως και η αγωνία για ανάρμοστα αγγίγματα όλο και απομακρύνει τα παιδιά από το να αγγίζονται. Επίσης, υπάρχει η έγνοια ότι αν τα αφήσουμε να παλεύουν, πολύ γρήγορα αυτό το παιχνίδι μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικά χτυπήματα.
Πώς μπορεί η παιγνιοθεραπεία να βοηθήσει; Πώς χρησιμοποιούμε το άγγιγμα ως θεραπευτικό εργαλείο; Είναι το “άγριο” παιχνίδι κάτι που μπορούμε να επιτρέπουμε και ποια είναι τα σημάδια που μας δείχνουν ότι πια δεν είναι παιχνίδι αλλά έχει μετατραπεί σε αληθινό καβγά;
Την ευθύνη και την διοργάνωση του συνεδρίου την είχε το ελληνικό διακεκριμένο play-based σχολείο Dorothy Snot preschool & kindergarten.