Είναι το παιδί σου τελειομανές; Μάθε πώς μπορείς να το βοηθήσεις!

Σε έναν κόσμο όπου ένα μεγάλο μέρος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας αφορά τις επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο, στις ξένες γλώσσες, στα αθλήματα, στις κοινωνικές συναναστροφές, στους βαθμούς (με αποκορύφωμα τις Πανελλήνιες) είναι λογικό οι γονείς να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αν τελικά με τη συμπεριφορά τους βοηθάνε τα παιδιά να πετύχουν τους στόχους τους ή απλά τα πιέζουν πάρα πολύ. 

Πιέζοντας ένα παιδί υπερβολικά, μπορεί να το οδηγήσει να αναζητά διαρκώς το τέλειο χωρίς να υπολογίζει το κόστος, γεγονός που δυστυχώς έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχική του υγεία. 

Ως εξωτερικός παρατηρητής/παρατηρήτρια, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αν το παιδί θέτει συνειδητά πολύ υψηλούς στόχους ή αν είναι τελικά εμμονικό με τον έλεγχο και την τελειότητα. Η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο κίνητρο που οδηγεί στη συγκεκριμένη συμπεριφορά.

Ένα παιδί που θέτει συνειδητά υψηλούς στόχους, απολαμβάνει την επιτυχία του και αντιμετωπίζει τα όποια εμπόδια εμφανιστούν στο δρόμο του, επίσης, με επιτυχία. Το κίνητρο όμως ενός τελειομανή είναι ο φόβος της αποτυχίας και οι υψηλοί στόχοι που πετυχαίνει έχουν να κάνουν όχι με τον ίδιο αλλά με τους άλλους. Αφορούν μια διαρκή προσπάθεια να αποδείξει την αξία του στους άλλους. Ο τελειομανής προσπαθεί πάσει θυσία να μην αποτύχει, γιατί οποιαδήποτε αποτυχία μπορεί να σημαίνει για αυτόν ότι δεν είναι καλός και αυτό δεν το αντέχει!

Στην ουσία, η τελειομανία λειτουργεί ως παγίδα. Στην προσπάθεια να διατηρήσει το άτομο τo αψεγάδιαστo προσωπείο του, πρέπει οπωσδήποτε να κρύψει τις αδυναμίες του. Αυτό μπορεί να το εμποδίσει από το να αναζητήσει βοήθεια, όταν τη χρειάζεται. 

Πολλές έρευνες τονίζουν τις αρνητικές συνέπειες της τελειομανίας. Σύμφωνα με τον Gordon Flett, έναν από τους κορυφαίους ερευνητές στο Πανεπιστήμιο York του Καναδά, η τελειομανία συνδέεται με εξαιρετικά υψηλό άγχος, κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές ακόμη και με αυτοκτονικές τάσεις.  Επίσης, πρόσφατες μελέτες συνδέουν την τελειομανία με τη διπολική διαταραχή και εξηγούν πώς η συγκεκριμένη διαταραχή συνδέεται με το άγχος.

Οι επιπτώσεις όμως της τελειομανίας δεν είναι μόνο ψυχικές αλλά και σωματικές. Υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακές νόσοι και η λίστα συνεχίζεται…

Δυστυχώς, η τελειομανία στους νέους έχει εκτοξευτεί σε σχέση με παλιότερα. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο Clinical Psychology Review, οι ερευνητές μιλούν για μία τάση (socially prescribed perfectionism) που συνδέεται με «την όλο και πιο ανταγωνιστική και ατομικιστική κοινωνία» που μεγαλώνουν τα παιδιά. Σύμφωνα με αυτή την τάση, τα άτομα πιστεύουν πως “το κοινωνικό τους πλαίσιο είναι υπερβολικά απαιτητικό, οι άλλοι είναι σκληροί επικριτές τους και χρειάζεται να είναι τέλειοι για να είναι κοινωνικά αποδεκτοί”.

Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε;

H τελειομανία ενός παιδιού μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του, οδηγώντας το ακόμη και σε burnout. Ο Flett υποστηρίζει πως ο τρόπος που μπορούμε να βοηθήσουμε ως γονείς/ φροντίστες ένα παιδί με τάσεις τελειομανίας είναι «να φέρουμε στην επιφάνεια» τον τρόπο που σκέφτεται ένα τελειομανές μυαλό, βοηθώντας το παιδί να αλλάξει οπτική και να μάθει να αποδέχεται τα όριά του. 

Κάποιοι προτεινόμενοι τρόποι:

Συμβάλλουμε στην απόκτηση επίγνωσης

Ο τελειομανής τρόπος σκέψης έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Τα στοιχεία δείχνουν πως η επίγνωση του τρόπου που σκέφτεται ένας τελειομανής – πώς δρα στην πράξη, ποιo είναι το πιθανό τίμημα που μπορεί να πληρώσει κτλ – μπορεί να περιορίσει την εκδήλωση τελειομανίας σε ένα παιδί. Για να το πετύχουμε αυτό, μπορούμε να εισάγουμε την ιδέα του “good enough” (αρκετά καλά). Την έννοια δηλαδή ότι δεν χρειάζεται σε ό,τι κάνουμε να αποδίδουμε πάντα στο υψηλότερο επίπεδο.

Αντιμετωπίζουμε τη στενοχώρια ως φυσιολογική

Οι νέοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούσουν πως είναι φυσιολογικό να νιώθουν κάποιες φορές στενοχωρημένοι ή θλιμμένοι, πως τα αρνητικά συναισθήματα είναι κομμάτι μιας φυσιολογικής ζωής και όχι σημάδι προσωπικής ήττας. O Flett λέει πως το να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα απλά λέγοντας, «Αυτό ακούγεται πραγματικά δύσκολο» ή «Μπορώ να καταλάβω πώς νιώθεις», μπορεί να βοηθήσει το παιδί να νιώσει λιγότερο μόνο και να καταλάβει πως αυτό που νιώθει είναι κάτι φυσιολογικό.

Οι γονείς μπορούν να μιλήσουν για τις δικές τους αποτυχίες, τι έμαθαν από αυτές και τι έκαναν όταν ένιωθαν απογοητευμένοι για να ανεβάσουν το ηθικό τους, πχ ζήτησαν βοήθεια από κάποιον έμπιστο φίλο τους. 

Ενθαρρύνουμε την αυτο-συμπόνια και την αυτό-συγχώρεση 

Βοηθάμε το παιδί να πει κάτι καλό στον εαυτό του (όπως αυτό που θα έλεγε σε έναν φίλο του). Επίσης, το ενθαρρύνουμε να περιορίσει την επικριτική φωνή μέσα του, λέγοντας στον εαυτό του κάτι του τύπου: Είναι οκ, Γιώργο! Έκανες αυτό που μπορούσες.

Το να συγχωρούμε τον εαυτό μας που είμαστε άνθρωποι δεν σημαίνει πως αγνοούμε τις αποτυχίες. Σημαίνει πως ανοίγουμε τους ορίζοντές μας στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την αποτυχία. Επαναπροσδιορίζουμε τους στόχους μας για την επόμενη φορά αλλά δεν σπαταλάμε την ενέργειά μας με αδιέξοδη κριτική και επιπλέον πόνο. 

Γινόμαστε πρότυπα στην πράξη

Η μεγάλη ζημιά που προκαλεί η τελειομανία προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο που αντιδράμε σε αυτήν. Όταν βιώνουμε μια προσωπική αναποδιά, μπορούμε να πούμε φωναχτά: Δεν χρειάζεται να χτυπάω τον εαυτό μου. Όλοι κάνουν λάθη. Τα παιδιά παρατηρούν τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι/ες αντιμετωπίζουμε την αποτυχία και πόσο σκληροί/ες είμαστε με τον εαυτό μας. Με το να δείχνουμε τον τρόπο της υγιούς αντιμετώπισης ενός λάθους, μαθαίνουμε στα παιδιά μας πώς να το κάνουν και αυτά. Πολύ συχνά οι γονείς νιώθουμε πως πρέπει να είμαστε ένα τέλειο πρότυπο για τα παιδιά μας, αλλά η τελειότητα δεν είναι κάτι που χρειάζονται τα παιδιά. Το να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε και με το να δείχνουμε ότι νοιαζόμαστε είναι παραπάνω από αρκετό. Είναι το ιδανικό. 

Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια

Πηγές:

https://www.washingtonpost.com/parenting/2022/03/08/perfectionist-youth-parent-tips/?utm_campaign=wp_on_parenting&utm_medium=email&utm_source=newsletter&wpisrc=nl_parent&carta-url=https%3A%2F%2Fs2.washingtonpost.com%2Fcar-ln-tr%2F3642a9c%2F6230bb4f9d2fda34e7d2c30b%2F596a11e69bbc0f6d71c93121%2F34%2F50%2F6230bb4f9d2fda34e7d2c30b&fbclid=IwAR2QqzYs3FnwBv7O1snZPHKNNhwtnHY5xv6pdsJVlrfLp6oBPIiZTqL4HkU

https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0272735822000150?dgcid=coauthor

https://www.psyxology.gr/blog/39-αποψεισ/1010-τελειομανία,-ελάττωμα-ή-προτέρημα.html

https://www.medicalnewstoday.com/articles/323323#How-perfectionism-affects-our-overall-health

Στο παρακάτω video, ο καθηγητής Hewitt από το Πανεπιστήμιο York του Καναδά εξηγεί τι είναι τελειομανία και πώς μπορούμε να αποφύγουμε τις επιβλαβείς συνέπειές της.

Πώς να μιλήσουμε στα παιδιά για τον πόλεμο και για το τι συμβαίνει στην Ουκρανία; Επίκαιρες συζητήσεις.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κυριαρχεί στην επικαιρότητα και οι εικόνες του πολέμου γεμίζουν τις οθόνες μας. Ο φόβος είναι μεγάλος και εάν εμείς έχουμε αναστατωθεί, για τα παιδιά η είδηση του πολέμου μπορεί να είναι τρομακτική.

Λέξεις όπως, “βομβαρδισμοί”, “εισβολή”, “3ος Παγκόσμιος Πόλεμος” ακούγονται τριγύρω μας και ακόμη κι αν αποφεύγετε να βλέπετε ειδήσεις ή να συζητάτε αυτά τα θέματα μπροστά στα παιδιά σας, είναι δύσκολο να ελέγξετε τι θα πει κάποιος στην παιδική χαρά ή τι θα συζητήσει το ένα παιδί με το άλλο στο σχολείο.

Πώς λοιπόν θα εξηγήσουμε στα παιδιά μας τι συμβαίνει στην Ουκρανία; Πώς θα τα βοηθήσουμε να διαχειριστούν το άγχος που τους προκαλεί η είδηση του πολέμου (και την ίδια στιγμή τι θα το κάνουμε και το δικό μας άγχος);

Πώς να προσεγγίσετε το θέμα;

Ως γονείς και φροντιστές θέλουμε να μαθαίνουμε τα παιδιά μας καινούργια πράγματα, να τους μεταφέρουμε γνώση και πληροφορίες και να τους δείχνουμε όσα ξέρουμε. Ίσως να θέλουμε να τους εξηγήσουμε με ιστορικούς αλλά και οικονομικοπολιτικούς όρους το τι συμβαίνει με τη Ρωσία και την Ουκρανία, τι είναι ο πόλεμος, πού βρίσκονται τώρα τα στρατεύματα, γιατί ο πόλεμος είναι κάτι κακό κτλ. Αυτή η προσέγγιση όμως μπορεί να κάνει τα παιδιά μας να νιώσουν εκτεθειμένα και τελικά όλη αυτή η πληροφορία αντί να τα βοηθήσει να κατανοήσουν τα γεγονότα, να τα καταβάλλει και να τα αγχώσει.

Συνήθως τα παιδιά, όταν θέλουν να μάθουν κάτι, απλά ρωτούν. Έχουν την έμφυτη τάση να κάνουν αυθόρμητες ερωτήσεις για ό,τι τους ενδιαφέρει να ξέρουν.

Αν λοιπόν ρωτήσουν ή θεωρήσουμε πως χρειάζεται να τους δώσουμε κάποια εξήγηση για τον πόλεμο, είναι πολύ σημαντικό πρώτα να σκεφτούμε πώς νιώθουμε εμείς για αυτό που συμβαίνει και μετά να αναλογιστούμε πόση πληροφορία θα θέλαμε να μεταφέρουμε στο παιδί μας. Αν για παράδειγμα είμαστε αρκετά αγχωμένοι, τότε καλύτερα να περιμένουμε κάποια άλλη στιγμή που θα νιώθουμε καλύτερα. Ίσως, να αποφασίσουμε πως καλύτερα θα ήταν να μιλήσει κάποιος άλλος που να νιώθει λιγότερο stress (πχ ο μπαμπάς, η θεία ή ο παππούς).

Καλή ιδέα θα ήταν να ξεκινήσουμε τη συζήτηση με μια γενική ερώτηση. Για παράδειγμα: «Έχετε μιλήσει για τον πόλεμο στο σχολείο;» και να ακούσουμε τι έχει να μας πει το παιδί.

Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τον πόλεμο χωρίς να τα φοβήσουμε;

Για αρχή, χρειάζεται να τους εξηγήσουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται μακριά από την Ουκρανία. Όσο κι αν ο πόλεμος είναι κάτι που δεν πρέπει να συνηθίζουμε, δεν παύει ταυτόχρονα να είναι ένα γεγονός που συμβαίνει σε διάφορα σημεία του πλανήτη καθόλη τη διάρκεια της ζωής του παιδιού και τη δική μας.

Πιθανότατα, τα παιδιά θα θέλουν να μιλήσουν για τις άμεσες συνέπειες του πολέμου στους ανθρώπους, εκεί. Προσέχουμε το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε και αφήνουμε το παιδί να μας οδηγήσει με τις ερωτήσεις του.

Μπορούμε να τους προτείνουμε να κάνουν μια ζωγραφιά ή ένα κολάζ. Ας αφήσουμε τον τίτλο ανοιχτό, να τον επιλέξει το παιδί.

Ενεργητική ακρόαση

Αυτή η τεχνική βοηθάει, όταν το παιδί θέλει να μάθει περισσότερα. Αυτό που κάνουμε λοιπόν είναι να έχουμε όλη μας την προσοχή στραμμένη στο παιδί, καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης. Ακούμε αυτό που μας ρωτάει και απαντάμε σε αυτό, χωρίς να δίνουμε περισσότερες πληροφορίες. Απαντάμε δηλαδή ακριβώς στην ερώτηση. Συνήθως, οι άνθρωποι έχουμε μία τάση να λέμε περισσότερα, να μοιραζόμαστε πιο πολλά από όσα μας ζητήθηκαν. Και σε αυτή τη συζήτηση αυτό σίγουρα δεν χρειάζεται να το κάνουμε.

Και εάν δεν έχουμε όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του, απλά λέμε ότι δεν ξέρουμε. Μπορεί να πούμε πως θα το ψάξουμε και όταν θα βρούμε την απάντηση θα την μοιραστούμε μαζί του.

Πώς να μιλήσουμε σε παιδιά διαφορετικών ηλικιών

Τέτοιες ειδήσεις μπορεί να προκαλέσουν άγχος στα παιδιά, αν δεν τις χειριστούμε με τον σωστό τρόπο. Δεν υπάρχει βέβαια μόνο ένας τρόπος, καθώς κάθε παιδί είναι διαφορετικό. Eίναι σημαντικό όμως να προσεγγίσουμε το θέμα με ευαισθησία και κατανόηση. Επίσης, σημαντικό είναι να ξέρουμε πως τα παιδιά θα νιώσουν ανήσυχα και στην περίπτωση που τελικά δεν τους μιλάει κανείς για αυτά που συμβαίνουν και τα απασχολούν. Θα σκεφτούν πως είναι κάτι πολύ τρομακτικό που όλοι αποφεύγουν να το συζητήσουν. 

Κάτω από τα 7 έτη

Σε αυτό το ηλικιακό γκρουπ, δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για το τι συμβαίνει. Αλλά αν κάτι ακούσουν ή δουν στις ειδήσεις και ρωτήσουν, είναι πολύ σημαντικό να τα κάνουμε να νιώσουν ασφαλή και να τους εξηγήσουμε ότι αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Σε αυτές τις ηλικίες, τα παιδιά δεν είναι ανάγκη να τα φορτώνουμε με ειδήσεις που δεν μπορούν να καταλάβουν ή να διαχειριστούν. Οπότε αν δεν σας το αναφέρουν, μην το ανοίξετε το θέμα. Αφήστε τα στην υπέροχη άγνοιά τους.  

Μεταξύ 8 και 12 ετών 

Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά καταλαβαίνουν περισσότερο τον κόσμο που βρίσκονται. Θα έχουν διαβάσει στην Ιστορία για διάφορους πολέμους που έχουν γίνει, οπότε θα έχουν μια σχετική ιδέα.   

Σημαντικό εδώ είναι πώς προσεγγίζουμε την ανησυχία τους. Δεν τα ρωτάμε γιατί ανησυχούν. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να τα βοηθήσουμε να βρουν τρόπους να αντιμετωπίσουν την ανησυχία τους. Τα ρωτάμε πώς νιώθουν και τι πιστεύουν πώς μπορούν να κάνουν για αυτό. 

Επίσης, σημαντικό είναι να αποφεύγουμε να κάνουμε συζητήσεις σχετικές με τον πόλεμο ή τα θέματα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας με άλλους ενήλικες, όταν τα παιδιά είναι μπροστά. 

12 ετών και πάνω

Εδώ καλό είναι να τα ρωτήσουμε τι ακριβώς ξέρουν σχετικά με το θέμα και να τα καθησυχάσουμε αν νιώθουν πολύ ανήσυχα. 

Είναι σημαντικό να τους πούμε πως όλα όσα βλέπουν στα social media, δεν είναι πάντοτε ακριβή και να τους προτείνουμε πιο έγκυρα ενημερωτικά site. 

Οι έφηβοι μπορούν να ψάξουν να διαβάσουν την ιστορία των πολέμων στην Ευρώπη, αν τους ενδιαφέρει, μπορούν να διαβάσουν για την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την ιστορία της Ουκρανίας κτλ και να κάνουμε μαζί μια συζήτηση πάνω στο γιατί συμβαίνουν οι πόλεμοι και την άποψή μας πάνω στο θέμα. 

Ελεύθερη μετάφραση: Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια (εκ)

Original post: How to talk to children about what’s happening in Ukraine and World War Three Anxiety 

Γιατί δε χρειάζεται να πιέζουμε το παιδί προσχολικής ηλικίας να μοιράζεται;

Βρισκόμαστε στην παιδική χαρά. Ένα χαρούμενο αγοράκι παίζει με τα παιχνίδια του και το κοριτσάκι σας εμφανίζεται με τα καινούργια του αυτοκινητάκια. Το αγοράκι πλησιάζει και αρπάζει τα αυτοκινητάκια και παίζει. Το κοριτσάκι σας κλαίει με παράπονο και φωνάζει «Είναι δικά μου! Είναι δικά μου».

Φανταζόμαστε ότι η κατάσταση σας είναι γνώριμη, ότι έχετε βρεθεί συχνά σε αυτή τη θέση και ότι έχετε αισθανθεί αμήχανα και άβολα. «Τι πρέπει να κάνω;» αναρωτιέστε. Συχνά, έχετε αποφασίσει ότι πρέπει το παιδί σας να προσφέρει τα παιχνίδια του και να κατανοήσει την έννοια του μοιράσματος και της προσφοράς με αυτόν τον τρόπο. Θεωρείτε ότι έτσι το μαθαίνετε να είναι ευγενικό και γενναιόδωρο και ότι δείχνετε και στους υπόλοιπους γονείς ότι είστε κι εσείς οι ίδιοι ευγενείς και μεγαλώνετε «σωστά» το παιδάκι σας.

Τι συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα σε αυτή την ηλικία; Πότε το παιδί κατανοεί την έννοια του μοιράσματος; Πρέπει να παρεμβαίνετε και πότε;

Τα παιδιά δεν αναπτύσσουν την ικανότητα για ενσυναίσθηση πριν τα 6 τους χρόνια.

Τα παιδιά 2-3 ετών δημιουργούν για πρώτη φορά μια αυτοεικόνα ξεχωριστή από της μητέρας τους. Σε αυτήν την ηλικία λένε φράσεις όπως «θα το κάνω μόνη-ος μου» ή «είναι δικό μου».

-Ταυτοχρόνως, τα παιδιά  σε αυτές τις ηλικίες έχουν μια εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου και ανακαλύπτουν την έννοια της ιδιοκτησίας. Κατανοούν ότι κάποια πράγματα τους ανήκουν και πολλές φορές θεωρούν ότι τους ανήκουν και άλλα  που στην πραγματικότητα δεν είναι δικά τους. Αυτές οι τάσεις κτητικότητας είναι φυσιολογικές, αποτελούν μια φάση της εξέλιξής τους και στην πορεία ξεπερνιούνται φυσικά. Αν το παιδί σας φέρεται κτητικά με τα παιχνίδια του δε σημαίνει ότι φέρεται εγωιστικά ή ότι είναι άπληστο ή κακομαθημένο.  Απλώς, βιώνει την έννοια της κτήσης και πειραματίζεται με αυτήν. Στην πραγματικότητα, αυτή η φάση,  η φάση του «εγωισμού» είναι ένα στάδιο πριν το μοίρασμα.

Ένα παιδί που είναι μικρότερο από 2,5 ετών δύσκολα θα πειστεί να μοιραστεί. Και αυτό έχει να κάνει με τα στάδια ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης των παιδιών. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά παίζουν παράλληλα και όχι μαζί.

Για τα παιδιά αυτής της ηλικίας τα παιχνίδια δεν είναι απλά αντικείμενα, αλλά, κάτι πολύτιμο. Συχνά, κάποια παιχνίδια, αποτελούν για αυτά μεταβατικά αντικείμενα προσκόλλησης, συνεπώς τα έχουν ανάγκη για να νιώθουν συναισθηματικά ασφαλή.

Περίπου στα 3 και περισσότερο στα 4  έτη το παιδί αρχίζει να κατανοεί την έννοια της μοιρασιάς και της προσφοράς. Και πάλι είναι λογικό να περιμένουμε επιλεκτικό μοίρασμα.

-Αυτό για να συμβεί προϋποθέτει ότι εμείς οι ίδιοι ως γονείς του δίνουμε με το παράδειγμά μας τη δυνατότητα να δει, να βιώσει και να αντιληφθεί την έννοια της προσφοράς και τα οφέλη της. Γι αυτό καλό είναι να μοιραζόμαστε πράγματα με τα παιδιά μας και μάλιστα να ονομάζουμε την πράξη μας. Να λέμε, για παράδειγμα: «Η συνάδελφός μου μας κέρασε ένα υπέροχο κέηκ και το έφερα μαζί μου εδώ για να το μοιραστούμε». Επίσης, αν έχουμε πάνω από ένα παιδί, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και δίκαιοι στο πώς μοιράζουμε τα πάντα, τον χρόνο μας, τα παιχνίδια, τους εαυτούς μας.

-Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι αν εμείς  δίνουμε, το παιδί θα δώσει, όταν έρθει η στιγμή. Αν οι ανάγκες του ικανοποιούνται, αν νιώθει συναισθηματικά ασφαλές και συνεπώς αναπτύσσεται υγιώς και με αυτοπεποίθηση, τότε έχει λιγότερο ανάγκη τα αντικείμενα.

Τι να κάνουμε, λοιπόν;

-Είναι απαραίτητο να υπάρχει συχνά η εξής υπενθύμιση :  «Όταν διαφωνούμε και μαλώνουμε με τα άλλα παιδιά δε χτυπάμε, δεν κλωτσάμε, δεν σπρώχνουμε».

-Να μην παρεμβαίνετε όσο είναι δυνατόν. Όλοι οι γονείς επιθυμούμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να επιλύουν μόνα τους τα προβλήματά τους, τις διαφορές τους. Επιθυμούμε να γίνουν ανεξάρτητα και αυτόνομα. Όταν, όμως, προκύπτει μια διαμάχη σπεύδουμε να παρέμβουμε και να λύσουμε τα προβλήματα. Ίσως για να τα προστατεύσουμε, ίσως για να τα υποστηρίξουμε, ίσως και για να ξεμπερδεύουμε και να έχουμε και το κεφάλι μας ήσυχο γιατί ένας παιδικός τσακωμός είναι πολύ ενοχλητικός.

 Να παρατηρείτε και να παρεμβαίνετε μόνο αν η κατάσταση είναι ακραία.

Αν το παιδί σας αρπάζει τα πράγματα των άλλων και είναι επιθετικό να εκφράσετε τη διαφωνία σας με τη πράξη του χωρίς να το στιγματίσετε. ( Να θυμάστε ότι η πράξη του δεν είναι σωστή ή δεν είναι «καλή», όχι το ίδιο.)

Να μην επιβραβεύετε το μοίρασμα διαρκώς γιατί αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί  να μοιράζεται τα πράγματά του μπροστά σας για να εισπράξει τον έπαινο και όχι αυθόρμητα.

Να μην αναγκάζετε το παιδί σας να μοιραστεί κάτι γιατί  αυτό το οδηγεί  να εστιάζει πιο πολύ στο παιχνίδι και όχι στην συνύπαρξη και στη συνεργασία με τα άλλα παιδιά (αυτό ισχύει σε ηλικίες άνω των 2,5,  όταν αρχίζουν να αλληλεπιδρούν και να συνυπάρχουν τα παιδιά).

Να στρέφετε την προσοχή του παιδιού σας στο παιδί που δέχεται την προσφορά: «Δες τι χαρούμενος που είναι ο Νίκος που του έδωσες για λίγο το παιχνίδι σου». Έτσι μαθαίνει σιγά σιγά να παρατηρεί και να προσέχει τα συναισθήματα των άλλων και να τα αναγνωρίζει σταδιακά. Το ίδιο και στην αντίθετη περίπτωση : «Λες η Ελένη να στενοχωρήθηκε που της πήρες το παιχνίδι της;»

Να ενθαρρύνετε το παιδί σας  να πει στα άλλα παιδιά πώς νιώθει. Αν είναι θυμωμένο να το παροτρύνετε να το πει ξεκάθαρα. Να του πείτε:  «Εισαι εκνευρισμένος που σου πήραν τα παιχνίδια σου ; Να το πεις στους φίλους σου.»

-Αν είστε μπροστά και προκύψει μια έντονη διαμάχη να το συζητήσετε ήρεμα με το παιδί σας αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά του και ρωτώντας το τι θέλει να κάνετε. Έτσι το παιδί θα νιώθει ήρεμο και ασφαλές.

Όταν καλείτε κάποιο άλλο παιδί σπίτι σας να προετοιμαστείτε. Να ζητήσετε να φέρει και το άλλο παιδί τα παιχνίδια του. Έτσι το παιδί σας θα κατανοήσει ότι για να παίξει με τα παιχνίδια του άλλου παιδιού θα πρέπει να του δώσει και τα δικά του. Επίσης, να προετοιμάσετε το παιδί σας γιατί κάποιες φορές μπορεί να νιώσει ότι τα άλλα παιδιά εισβάλλουν στον χώρο του.

Αν το παιδί σας έχει προτίμηση σε κάποια παιχνίδια, μπορείτε να τα κρύψετε ώστε όταν έρθουν άλλα παιδάκια να μη δημιουργηθεί πρόβλημα.

Να αφήσετε το παιδί σας να κοινωνικοποιηθεί όσο γίνεται μόνο του  (όταν βρίσκεται στην ηλικία που παίζει με τα άλλα παιδιά και όχι παράλληλα). Να μαλώσει, να διαφωνήσει. Έτσι θα μάθει πώς να επιλύει τα προβλήματά του. Άλλωστε μέσω της κοινωνικοποίησης θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά του. Αν αρπάζει τα παιχνίδια των άλλων συνέχεια θα δει ότι θα αρχίσουν να μην το παίζουν. Αν προσφέρει συνέχεια τα δικά του θα νιώθει δυσαρεστημένο. Σε αυτήν την περίπτωση, καλό θα είναι να παρέμβετε και να του πείτε «Σου πήραν το παιχνίδι σου ε; Δεν είσαι ευχαριστημένος-η με αυτό. Μπορείς να πεις όχι αν θες».

Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να εκφράζουμε εμείς συχνά τα συναισθήματά μας  ώστε το παιδί μας να συνηθίζει και να μπορεί σταδιακά να τα αναγνωρίζει.

Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς έχουμε μια εμμονή με την προσφορά και τη γενναιοδωρία. Ξεχνάμε, όμως, πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν είναι από τη φύση τους έτοιμα για αλτρουισμό και αυτοθυσία. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε ούτε εμείς οι ίδιοι δίνουμε εύκολα, δυστυχώς, τα πράγματά μας και θα μας φαινόταν παράλογο κάποιος να μας πει «Πρέπει να μοιραστείς το καινούργιο σου βιβλίο, δεν έχει σημασία αν μόλις τώρα άρχισες να το διαβάζεις και σε έχει συνεπάρει, το σωστό είναι να μοιράζεσαι τα πράγματά σου. Δώσε τώρα στη φίλη σου το βιβλίο σου. Μπράβο σου». Το να κατανοήσει ένα παιδί προσχολικής ηλικίας τι έχει ανάγκη ένα συνομήλικο παιδί  και μάλιστα από μόνο του είναι ανέφικτο και λάθος από την πλευρά μας να το περιμένουμε. Το παιδί αυτής της ηλικίας μπορεί πολύ περισσότερο να αντιληφθεί την έννοια της πρακτικής βοήθειας και της συνεργασίας. Γι αυτό καλό θα είναι να το παροτρύνουμε να μας βοηθάει σε πρακτικά ζητήματα. Όσον αφορά στις ανάγκες και στις επιθυμίες των άλλων, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να τις αντιληφθούν περισσότερο μετά τους 30 μήνες.

Καλό θα ήταν, συνεπώς, να ηρεμήσουμε, να προσφέρουμε στα παιδιά μας ένα γενναιόδωρο περιβάλλον που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και να μην τα πιέζουμε να υιοθετήσουν συμπεριφορές που δεν είναι ακόμα σε θέση να κατανοήσουν. Η γενναιοδωρία, η προσφορά και η ευγένεια καλλιεργούνται από εμάς, από το παράδειγμά μας και όχι από κενές εντολές και συμβουλές που δίνουμε στα παιδιά. Αν είμαστε γενναιόδωροι και ευγενείς, αν μοιραζόμαστε και προσφέρουμε, τα παιδιά μας, όταν έρθει η στιγμή θα προσφέρουν απλόχερα και αυτά και αν χρειαστεί, επίσης, θα διεκδικήσουν με αυτοπεποίθηση αν νιώθουν ότι αδικούνται.

πηγή: Εν Δυνάμει

Γιατί το παιδί μου χάνει τον έλεγχο του εαυτού του;

  • Γιατί χτυπιέται στο πάτωμα και δεν θέλει να φύγουμε;
  • Γιατί μερικές φορές ακόμη κι όταν μιλάω στο παιδί μου λογικά, αυτό εκνευρίζεται ακόμη περισσότερο;
  • Είναι δυνατόν για μια σοκολάτα να κάνει έτσι;

Όσο παράλογο κι αν μας φαίνεται, είναι απόλυτα λογικό! Γιατί;

Η απάντηση βρίσκεται… στη νευροβιολογία και στον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας!

Ας τα πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή (με λίγα λόγια και κατανοητά, το υπόσχομαι!). Όταν λέμε πως “όλα είναι στο μυαλό μας”, ίσως τελικά να μην έχουμε και άδικο, καθότι κάθε μας συμπεριφορά ελέγχεται και προκύπτει από τον τρόπο που αντιδράει ο εγκέφαλός μας στα εξωτερικά ερεθίσματα.

Και ποιο κομμάτι του εγκεφάλου μας αποφασίζει πώς θα αντιδράσουμε; Η αμυγδαλή μας! (Ναι λέγεται αμυγδαλή γιατί μοιάζει με αμύγδαλο και όχι, δεν έχει καμία σχέση με τις αμυγδαλές).

Η αμυγδαλή είναι το κομμάτι εκείνο του εγκεφάλου που σχετίζεται με τη διαχείριση κρίσεων. Μας κρατάει ασφαλείς, “σκανάροντας” διαρκώς το χώρο που βρισκόμαστε, ψάχνοντας να βρει τους κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν. Είναι ένας υπέροχος μηχανισμός που μας γλυτώνει από μεγάλους κινδύνους και μας έχει βοηθήσει στην επιβίωση του είδους μας από τις αρχές της ύπαρξής του, μέχρι και σήμερα. Φανταστείτε πόσο την χρειαζόμασταν, όταν ζούσαμε εκτεθειμένοι στη φύση, όταν οι κίνδυνοι γύρω μας ήταν τόσοι πολλοί. Τι έκανε; Εντόπιζε τον κίνδυνο και έστελνε άμεσα σινιάλο για το πώς θα αντιδράσουμε σε αυτόν. Απέναντι σε ένα λιοντάρι για παράδειγμα η αμυγδαλή έπρεπε άμεσα να αποφασίσει τι θα κάνουμε.

Οι τρόποι αντίδρασης είναι τρεις και πάντα οι ίδιοι: fight, flight, freeze = επίθεση, οπισθοχώρηση, πάγωμα. Τους ίδιους μηχανισμούς χρησιμοποιούν σχεδόν όλα τα ζώα του πλανήτη μας, αν το καλοσκεφτείτε. Κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να ξέρουμε είναι πως όταν ενεργοποιείται η αμυγδαλή, μπλοκάρει τη λογική σκέψη, καθότι μπροστά σε έναν υπαρκτό κίνδυνο δεν υπάρχει χρόνος… για σκέψη (τι να σκεφτούμε στην τελική, όταν έχουμε μπροστά μας ένα λιοντάρι!).

Το θέμα όμως είναι πως η αμυγδαλή μας μπορεί να ενεργοποιηθεί, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κάποιος πραγματικός κίνδυνος, μπροστά μας. Και αυτό συμβαίνει συχνά και στους ενήλικες και στα παιδιά, προκαλώντας έντονο άγχος, ανησυχία και θέτει τον οργανισμό μας σε κατάσταση κρίσης (ταχυπαλμία, εφίδρωση κτλ).

Το σχολείο, η κοινωνικοποίηση, οι εξετάσεις και πολλά άλλα ερεθίσματα μπορούν να ενεργοποιήσουν την αμυγδαλή ενός παιδιού και να το κάνει να λειτουργήσει σαν να βρίσκεται σε πραγματικό κίνδυνο (είτε δηλαδή να επιτεθεί, είτε να αποσυρθεί, είτε να παγώσει). Ένα παιδί στο super market που χτυπιέται για μια σοκολάτα και φωνάζει, δεν στενοχωριέται πραγματικά για τη σοκολάτα, όπως καταλαβαίνουμε. Εκείνη τη στιγμή, η άρνησή μας να καλύψουμε την ανάγκη του, εκλαμβάνεται από το ίδιο ως απειλή και για αυτό αποφασίζει να επιτεθεί. Για να το ηρεμήσουμε, χρειάζεται πρώτα να ηρεμήσουμε την αμυγδαλή του. Να το διαβεβαιώσουμε δηλαδή πως είναι καλά, πως το αγαπάμε, πως είναι ασφαλές. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να το κάνουμε αυτό από το να το αγκαλιάσουμε και να του μιλήσουμε τρυφερά.

Η λογική συζήτηση εκείνη τη στιγμή δεν έχει νόημα, καθότι έχει μπλοκαριστεί το κομμάτι του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για αυτό (άρα το επιχείρημα “Έχεις φάει πολλά γλυκά αγάπη μου, σήμερα!”, σίγουρα δεν πιάνει εκείνη τη στιγμή, καθότι αποτελεί ένα πολύ απλό, ΛΟΓΙΚΟ επιχείρημα, για εμάς, αλλά το παιδί εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να το ακούσει).

Αυτό δεν σημαίνει πως θα του αγοράσουμε τη σοκολάτα, ενώ πιστεύουμε πως δεν πρέπει. Σημαίνει πως χρειάζεται να μείνουμε μαζί του. Να το αγκαλιάσουμε και να το καθησυχάσουμε με τη δική μας ήρεμη φωνή. Όταν το παιδί αρχίζει να ηρεμεί, εκεί μπορούμε να του πούμε πως έχει φάει πολλά γλυκά και πως επειδή το αγαπάμε και θέλουμε να είναι καλά στην υγεία του, φροντίζουμε να του δίνουμε αυτό που του κάνει καλό. Σοκολάτα μπορεί να ξαναφάει, με βάση το πρόγραμμα που θέτουμε εμείς ως γονείς. Εκεί μπορούμε να ανακατευθύνουμε και τη συζήτηση στο να διαλέξει κάτι που δεν είναι γλυκό (πχ ποια φρούτα θέλει να έχει το καλάθι μας ή τι φαγητό θέλει να μαγειρέψουμε κά).

Η παιγνιοθεραπεία, επίσης, λειτουργεί «σαν γλύπτης του εγκεφάλου» και βοηθάει στο να καθησυχάσει την αμυγδαλή και να τη βοηθήσει να «πάψει» σιγά σιγά να θεωρεί κίνδυνο, αυτό που την ενεργοποιεί. Οι λόγοι που η αμυγδαλή ενεργοποιείται μπροστά σε έναν μη υπαρκτό κίνδυνο είναι πολλοί και διαφέρουν και καλό είναι αν επιμένει η συμπεριφορά να ζητήσουμε τη γνώμη ενός ειδικού.

Άρθρο για το Play for Therapy: Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος ΜΑ, εκ. Παιγνιοθεραπεύτρια PTI, Ειδικός Θεραπευτικού Παιχνιδιού