Μερικά παιδιά ίσως και να ανυπομονούν να επιστρέψουν στο σχολείο, να ξαναβρούν τους φίλους και συμμαθητές τους και να πάρουν τα καινούργια τους βιβλία. Άλλα πάλι μπορεί να δείξουν κάποια σημάδια άγχους και άρνησης. Και αυτό είναι οκ και μπορεί να συμβεί. Ούτως ή άλλως οι αλλαγές προκαλούν άγχος στους ανθρώπους. Και πόσο μάλλον η επιστροφή στο σχολείο που μπορεί να συνδέεται στο μυαλό του παιδιού με υποχρεώσεις, αξιολογήσεις και διαβάσματα. Το ερώτημα είναι: τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να βοηθήσουμε το αγχωμένο παιδί μας που φαίνεται να το δυσκολεύει η μετάβαση στη σχολική πραγματικότητα;
Πρακτικές συμβουλές για μια πιο ομαλή μετάβαση στη σχολική πραγματικότητα
Επαναφέρουμε τις καθημερινές ρουτίνες μας:
1) Πρόγραμμα ύπνου: Ξεκινάμε να αλλάζουμε την ώρα του βραδινού ύπνου και την ώρα του πρωινού ξυπνήματος, έτσι ώστε να φτάσουμε την ώρα που θα πρέπει κανονικά να ξυπνάει το παιδί για το σχολείο. Ο επαρκής ύπνος είναι απαραίτητος για το νευρικό σύστημα του ανθρώπου!
2) Πρωινές ρουτίνες: Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το σχολείο αρχίζουμε να εφαρμόζουμε τη ρουτίνα της πρωινής προετοιμασίας, που περιλαμβάνει πρωινό, ντύσιμο και ετοιμασία τσάντας.
Οργανωνόμαστε:
Πηγαίνουμε μαζί με το παιδί να αγοράσουμε όλα τα απαραίτητα για τη νέα σχολική χρονιά. Έτσι, και χαίρεται με τη νέα κασετίνα που διάλεξε μόνο του αλλά και νιώθει έτοιμο… για το σχολείο!
Μιλάμε για το άγχος:
1) Μιλάμε για το σχολείο: Μιλάμε με το παιδί για τα συναισθήματα που νιώθει όσον αφορά το σχολείο. Τι είναι αυτό που περιμένει με ανυπομονησία, ποια πράγματα το αγχώνουν… Μιλάμε για τους φόβους που μπορεί να έχει και το καθησυχάζουμε.
2) Επισκεπτόμαστε το σχολείο: Αν είναι εφικτό, επισκεπτόμαστε μαζί του το σχολείο ή ακόμη και την τάξη του, ειδικά αν πρόκειται για ένα νέο περιβάλλον. Η συνάντηση με το νέο του δάσκαλο μπορεί να βοηθήσει πολύ στο αίσθημα ασφάλειας!
Εμπλέκουμε το παιδί:
1) Θέτουμε στόχους: Ενθαρρύνουμε το παιδί να θέσει προσωπικούς στόχους για τη νέα σχολική χρονιά, είτε είναι ακαδημαϊκοί, είτε κοινωνικοί.
2) Δίνουμε την επιλογή: Αφήνουμε το παιδί να επιλέξει τα ρούχα του, το κολατσιό του και τις εξωσχολικές του δραστηριότητες. Η αίσθηση ελέγχου μπορεί να μειώσει το άγχος.
Προγραμματίζουμε την κοινωνικοποίηση:
1) Επανασυνδεόμαστε με φίλους: Κανονίζουμε συναντήσεις με φίλους από το σχολείο ή ενθαρρύνουμε το παιδί να επικοινωνήσει με τους συμμαθητές του πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
2) Παιχνίδι ρόλων: Εάν το άγχος του παιδιού εστιάζεται στις κοινωνικές συναναστροφές, το να “παίξουμε” κάποια συνήθη σενάρια μπορεί να το βοηθήσει να νιώσει προετοιμασμένο. Για παράδειγμα, πώς θα συστήσει τον εαυτό του ή πώς θα συμμετάσχει σε μία ομάδα.
Διατηρούμε αισιόδοξη στάση
1) Ενισχύουμε τα θετικά συναισθήματα: Δείχνουμε ενθουσιασμό για τη νέα σχολική χρονιά. Η στάση μας επηρεάζει το πώς νιώθει το παιδί μας.
2) Οργανώνουμε κάτι ξεχωριστό για την πρώτη μέρα: Προετοιμάζουμε ένα ξεχωριστό πρωινό ή βάζουμε ένα γλυκό σημείωμα μέσα στο ταπεράκι του παιδιού.
Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια
Ελεύθερη μετάφραση από το Institute of Child Psychology
«Καλά όλα αυτά που λες, αλλά πολύ φοβάμαι πως αν αφήσουμε τα παιδιά μας να εκφραστούν ελεύθερα, όπως προτείνεις, δεν θα μάθουν ποτέ να ελέγχουν τα συναισθήματά τους. Δεν πρέπει να λέμε και όχι μερικές φορές;» Μελίνα Π.
Και βέβαια, χρειάζεται να λέμε ΟΧΙ κάποιες φορές!
Οι γονείς πρέπει να βάζουν όρια διαρκώς, κάθε μέρα. Αλλά λέμε ΟΧΙ στη συμπεριφορά, όχι στα συναισθήματα. Τα παιδιά δεν μπορούν να τρέχουν στο δρόμο, να πετάνε φαγητό το ένα στο άλλο ή να χτυπούν το μωρό. Έχουν όμως το δικαίωμα να νιώθουν και να εκφράζουν το θυμό, την απογοήτευση, τη ζήλια, τη λύπη τους.
Όλοι θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους. Στην τελική, τα συναισθήματα είναι αυτά που συνήθως μας βάζουν σε μπελάδες. Όμως, όρια στη συμπεριφορά δεν σημαίνει και όρια στο συναίσθημα. Αντιθέτως, όταν δεν «επιτρέπουμε» στο παιδί μας να θυμώσει, ουσιαστικά του το κάνουμε πιο δύσκολο να μάθει να ελέγχει το θυμό του.
Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να εμποδίσουμε τα συναισθήματα. Το να πούμε στο παιδί μας να σταματήσει να κλαίει, δεν θα το κάνει να νιώσει λιγότερο αναστατωμένο. Θα του στείλει απλά το μήνυμα πως το να νιώθει λυπημένο, είναι κάτι που πρέπει να ντρέπεται ή κάτι τρομακτικό, οπότε θα μάθει σιγά σιγά να το κρύβει καλύτερα. Και δυστυχώς, όταν οι άνθρωποι καταπιέζουν το συναίσθημά τους, αυτό δεν εξαφανίζεται.
Απλά σταματάμε συνειδητά να έχουμε τον έλεγχό του. Οπότε βγαίνει προς τα έξω με μια άσχημη συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.
Ένα παιδί, εκτός ελέγχου, είναι μια τρομακτική εικόνα. Τα παιδιά όμως δεν απορρυθμίζονται, επειδή επιτρέπουμε τα συναισθήματα. Τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, απορρυθμίζονται, όταν νιώθουν πως δεν τα καταλαβαίνουμε. Οπότε όταν ζητάμε από ένα παιδί να σταματήσει να θυμώνει, κατά βάση, το κάνουμε να θυμώνει περισσότερο.
Ένας άλλος λόγος που τα παιδιά απορρυθμίζονται συναισθηματικά είναι, όταν στέλνουμε το μήνυμα πως κάποιο συναίσθημα δεν επιτρέπεται να το νιώθουν. Οπότε προσπαθούν να το κρύψουν. Αυτό μπορεί να δουλέψει εκείνη τη στιγμή, αλλά προκαλεί στα παιδιά νευρικότητα και γκρίνια. Και στο τέλος, αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα όταν θα βγουν στην επιφάνεια, είναι πιο εκρηκτικά και ακόμη περισσότερο… ανεξέλεγκτα.
Πώς μπορούμε λοιπόν να βοηθήσουμε ένα παιδί να μάθει να ρυθμίζει τα συναισθήματά του;
Ας δούμε πώς ΕΜΕΙΣ – οι γονείς – μπορούμε να το πετύχουμε.
1. Εμείς: Γινόμαστε το παράδειγμα!
Αυτό σημαίνει πως αντιστεκόμαστε στα δικά μας μικρά tantrums, όπως πχ οι φωνές. Στη θέση τους, επιλέγουμε μικρά time-out για να ηρεμήσουμε τον εαυτό μας. Οπότε, όταν νιώσουμε δυσφορία, την αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να παραμείνουμε, όσο γίνετε ψύχραιμοι. Στην τελική, τα παιδιά μαθαίνουν από το παράδειγμά μας. Όταν φωνάζουμε, μαθαίνουν να φωνάζουν. Όταν μιλάμε με σεβασμό, μαθαίνουν να μιλάνε με σεβασμό. Κάθε φορά που πετυχαίνουμε να μη φερόμαστε άσχημα, όταν είμαστε θυμωμένοι, ουσιαστικά μαθαίνουμε έμπρακτα στο παιδί μας πώς γίνεται αυτό.
Προσέξτε δεν λέω ότι πρέπει να καταπιέζετε τα συναισθήματά σας. Αυτό θα έκανε πιο δύσκολο τον έλεγχό τους. Αυτό που λέω είναι να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε με σεβασμό, με το να τα αναγνωρίζουμε και να τα αντέχουμε.
Ακούγεται δύσκολο; Μην ανησυχείτε! Οι περισσότεροι ακόμη προσπαθούμε να το πετύχουμε. Είναι, θα λέγαμε, κάτι που θα το δουλεύουμε όλη μας τη ζωή, κάνοντας σιγά σιγά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
2. Εμείς: Βάζουμε προτεραιότητα μία βαθιά, φροντιστική σύνδεση.
Τα μωρά όταν κλαίνε, ηρεμούν στην αγκαλιά των γονιών τους. Η ανακούφιση δηλαδή τους προσφέρεται από κάποιον άλλον – το φροντιστή τους. Και σιγά σιγά μαθαίνουν να τη βρίσκουν και μόνα τους. Όμως και τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν την ανάγκη να νιώσουν συνδεδεμένα με εμάς, γιατί μερικές φορές δεν μπορούν αλλιώς να ρυθμιστούν.
Όταν λοιπόν παρατηρούμε πως το παιδί μας απορρυθμίζεται, το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε (αφού ηρεμήσουμε τον εαυτό μας) είναι να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε μαζί του. Όταν τα παιδιά νιώθουν πως είμαστε με το μέρος τους, θέλουν να συνεργαστούν, ακόμη κι αν χρειάζεται να τους πούμε όχι.
3. Εμείς: Αποδεχόμαστε τα συναισθήματα του παιδιού, ακόμη κι αν είναι άβολα.
«Αχ καλό μου, το ξέρω πως απογοητεύτηκες… Λυπάμαι που τα πράγματα δεν πήγαν, όπως θα τα ήθελες». Όταν η ενσυναίσθηση γίνεται τρόπος απάντησης, το παιδί μας νιώθει πως το καταλαβαίνουμε, οπότε δεν χρειάζεται να κλιμακώσει τη συμπεριφορά του. Μαθαίνουν πως όταν νιώθουν δυσφορία, αυτό δεν είναι επικίνδυνο, οπότε αποδέχονται αυτά τα συναισθήματα και τα επεξεργάζονται, αντί να τα καταπιέζουν. Η υποστήριξή μας το βοηθάει να μάθει να ζει με τα δυσφορικά συναισθήματα και να καταλάβει πως αυτά έρχονται και φεύγουν και η ζωή συνεχίζεται. Οπότε έτσι αναπτύσσει ψυχική ανθεκτικότητα.
4. Εμείς: Το κάνουμε εύκολο να μιλάμε για τα συναισθήματα.
Οι έρευνες δείχνουν πως τα παιδιά αναπτύσσουν συναισθηματική νοημοσύνη, όταν μιλάμε για τα συναισθήματά μας, τα αναγνωρίζουμε, και αναρωτιόμαστε φωναχτά για το πώς μπορεί να νιώθουν οι άλλοι γύρω μας: « Ω αυτό το μικρό αγοράκι στο καρότσι κλαίει… Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει; Τι πιστεύεις πως μπορεί να χρειάζεται;»
Είναι σημαντικό να μάθουμε στα παιδιά μας να λεκτικοποιούν τα συναισθήματα! Γιατί, έτσι μπορούν να τα αναγνωρίσουν και στον εαυτό τους αλλά και στους άλλους.
5. Εμείς: Περιορίζουμε τις πράξεις του παιδιού, όταν πρέπει.
Ο στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον να εκφράσει το παιδί τα συναισθήματά του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως του επιτρέπουμε να χτυπάει ή να σπάει πράγματα.
Ξέρουμε πως τα παιδιά δεν είναι ικανά ακόμη να παίρνουν όλες τις αποφάσεις για τη ζωή τους, ακόμη κι όταν σκέφτονται σωστά. Όταν όμως είναι θυμωμένα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πως κάνουν και λένε πράγματα που μετά θα μετανιώσουν (το ίδιο δεν κάνουμε κι εμείς στην τελική;)
Απλά, απομακρυνόμαστε, αν το παιδί προσπαθεί να μας χτυπήσει. Εάν χρειαστεί, θα του πιάσουμε τα χέρια για να το εμποδίσουμε. Και θυμηθείτε. Η οργή πρέπει να ακουστεί αλλιώς θα κλιμακώσει. Εάν αναγνωρίσετε το θυμό του παιδιού σας και με ενσυναίσθηση δείξετε πως το καταλαβαίνετε, συνήθως δεν θα χρειαστεί να δείξουν πόσο θυμωμένα είναι με το να προσπαθήσουν να σας χτυπήσουν.
6. Εμείς: Γινόμαστε πρότυπα επανόρθωσης και φροντίδας.
Το θυμωμένο παιδί σας δεν είναι ένας κακός άνθρωπος αλλά ένας πληγωμένος, μικρός άνθρωπος. Όταν τα παιδιά δεν ελέγχουν τα συναισθήματά τους, αυτό συμβαίνει, γιατί δεν μπορούν, εκείνη τη στιγμή. Και σίγουρα αυτή δεν είναι η ώρα να τους μάθετε να μην είναι αγενή. Εάν μπορείτε να μείνετε συμπονετικοί, το παιδί σας θα νιώσει ασφαλές να κλάψει και να εκφράσει τους φόβους που το κάνουν να θυμώνει.
Μετά, όταν θα έχει ηρεμήσει, πάντα βοηθάει μία συζήτηση σχετική με το τι συνέβη – όχι για να το επικρίνετε ή να του κάνετε μάθημα, αλλά για να το συναισθανθείτε και να συνδεθείτε μαζί του. «Θυμώσαμε όλοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον. Αλλά αυτό δεν είναι ωραίο να μας συμβαίνει! Συγνώμη που έχασα την ψυχραιμία μου. Ξέρω πως και εσύ αναστατώθηκες πολύ για να πεις/ κάνεις αυτά τα πράγματα. Είμαι έτοιμη να ακούσω τώρα τι σε έκανε να θυμώσεις τόσο πολύ».
Εδώ να πούμε και στο παιδί μας ότι δεν θέλουμε να μας μιλάει άσχημα ή ότι αυτό που έκανε μας θύμωσε; Και βέβαια!
Αλλά αυτό θα μπορεί να το ακούσει, πρώτα, όταν νιώσει πως το έχουμε καταλάβει «Τώρα, καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο αναστατωμένος πριν και μου φώναξες. Ξέρεις όμως πως δεν χρειάζεται να μου φωνάζεις για να έχεις την προσοχή μου. Πάντα θα σε ακούω και θα προσπαθώ να βοηθήσω».
Από αυτή τη θέση της αμοιβαίας κατανόησης, το παιδί μας θα μάθει να ζητάει συγνώμη και θα έχει περισσότερα κίνητρα στο μέλλον να εκφράσει τα συναισθήματά του, χωρίς φωνές.
7. Εμείς: Ελέγχουμε τη συμπεριφορά αλλά αντιστεκόμαστε στην τιμωρία.
Ξυλιές, συνέπειες και ντροπιάσματα δεν προσφέρουν βοήθεια στο παιδί. Στην πραγματικότητα, περνάνε το μήνυμα πως τα συναισθήματα, που οδήγησαν το παιδί να φερθεί άσχημα, είναι κακά. Οπότε, τα παιδιά προσπαθούν να τα καταπιέσουν. Μάλιστα, οι τιμωρίες οδηγούν τα παιδιά σε χειρότερες, στο μέλλον, συμπεριφορές – καθώς τα συναισθήματα συσσωρεύονται μέσα τους και μετά… εκρήγνυνται.
8. Εμείς: Συμπεριφερόμαστε ως ενήλικες.
Όταν δεν μπορούμε να ελέγξουμε το σπίτι μας, να θέσουμε κατάλληλα όρια και να δημιουργήσουμε ένα θετικό κλίμα, τα παιδιά δεν νιώθουν ασφαλή. Ανησυχούν πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις ανάγκες τους, οπότε αναλαμβάνουν τα ίδια αυτό το ρόλο. Αυτός είναι ένας λόγος που τα παιδιά γίνονται απαιτητικά και αυταρχικά. Ακόμη χειρότερα, παύουν να έρχονται σε εμάς με τα δάκρυά τους και τους φόβους τους.
Και αυτό σημαίνει πως δεν μπορούν να χαλαρώσουν και να μάθουν να διαχειρίζονται τους φόβους τους ή να μάθουν να δουλεύουν τις συγκρούσεις με τους συμμαθητές τους και να αναλαμβάνουν το ρίσκο να κάνουν νέα πράγματα.
Η λύση σε αυτή τη συμπεριφορά είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να νιώσουν ασφαλή, με το να παραμένουμε ήρεμοι και συναισθηματικά γενναιόδωροι γονείς που θέτουμε λογικά όρια και δείχνουμε με το παράδειγμά μας, συναισθηματική νοημοσύνη.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο μαθαίνουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους γιατί έχουν μια συναισθηματικά ασφαλή ζωή. Μαθαίνουν πως:
Τα συναισθήματα δεν είναι καλά ή κακά, αλλά κομμάτι της ανθρώπινης φύσης μας. Όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώσει, τα συναισθήματα ξεφουσκώνουν.
Δεν έχουμε συνήθως επιλογή για το πώς θα νιώσουμε, αλλά μπορούμε πάντα να επιλέξουμε πώς θα συμπεριφερθούμε.
Όλα αυτά μήπως απαιτούν από εμάς πολλά; Ω ναι!!
Αλλά τι πιο σημαντικό κίνητρο από την αγάπη μας για το παιδί μας;
Και εάν ακόμη προσπαθείτε να ελέγξετε τα δικά σας συναισθήματα, θα χαρείτε να ακούσετε πως τα παιδιά σας θα είναι σίγουρα καλύτερα, στη διαχείρισή τους, από εσάς. Γιατί; Γιατί εσείς κάνετε τη δύσκολη δουλειά τώρα με το να τα βοηθάτε να μάθουν πώς. Και η περισσότερη δουλειά γίνεται με το να ελέγχουμε τον εαυτό μας!
Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια
ελεύθερη μετάφραση από Institute of Child Psychology
Η Παιγνιοθεραπεία είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας που χρησιμοποιεί το παιχνίδι και την τέχνη ως κύριο μέσο έκφρασης, και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στα παιδιά που χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη.
Είναι πολύ πιθανό ένα παιδί να δυσκολεύεται να μιλήσει για τα προβλήματά του. Μπορεί επίσης να μην έχει τις λέξεις που χρειάζονται για να περιγράψει πώς νιώθει, ή γιατί συμπεριφέρεται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Μπορεί να μην αναγνωρίζει τις δυσκολίες του ή ακόμη και να μην μπορεί να τις εξηγήσει.
Η παιγνιοθεραπεία τού δίνει την ευκαιρία και το χρόνο να εκφραστεί μέσω του παιχνιδιού, χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από εργαλεία που έχει στη διάθεσή του, όπως: ζωγραφική και σχέδιο, νερό και πηλό, άμμο και μινιατούρες, βιβλία και ασκήσεις χαλάρωσεις, μουσική, κίνηση και κουκλοθέατρο.
Οι παιγνιοθεραπευτικές συνεδρίες έχουν σκοπό να βοηθήσουν το παιδί να νιώσει καλά με τον εαυτό του. Επιπλέον, το βοηθούν να «δουλέψει» τυχόν τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να κρατάνε το μυαλό του ‘’αιχμάλωτο’’. Και ένα «αιχμάλωτο» μυαλό δύσκολα μπορεί να είναι ανοιχτό στη μάθηση στο σχολείο ή στις σχέσεις με τους άλλους, συνομήλικους ή δασκάλους.
Μέσω του παιχνιδιού, το παιδί εκφράζει τα δύσκολα συναισθήματά του, μέσα από μία ιστορία ή μία μεταφορά. Η μεταφορά βοηθάει το παιδί να νιώσει ασφάλεια, γιατί δημιουργεί μία ψυχική απόσταση, αφού αυτό που λέει και εκφράζει δεν αφορά απευθείας τον ίδιο, αλλά το παιχνίδι του. Αυτή η αποστασιοποίηση το βοηθάει να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του με λιγότερη ένταση και να βρει στο δικό του χρόνο, χωρίς πίεση, τις λύσεις που του ταιριάζουν.
Οι παιγνιοθεραπευτές/ τριες του PTI λαμβάνουν πλήρη ακαδημαϊκή και κλινική εκπαίδευση, πριν πιστοποιηθούν και είναι πλήρως διαπιστευμένοι από τον Βρετανικό Κρατικό ΟργανισμόProfessional Standards Authority (PSA).
Λένε πως η επίθεση αποτελεί την καλύτερη άμυνα. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, όντως, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι προτιμότερο να επιτεθούμε σε αυτό που μας φοβίζει παρά να οπισθοχωρήσουμε. Το ίδιο ισχύει κι όταν τα παιδιά εκφράζουν επιθετική συμπεριφορά, φωνάζοντας, χτυπώντας ή και βρίζοντας. Συχνά αυτή η επίθεση, αποτελεί την άμυνά τους, μπροστά σε αυτό που τα τρομάζει, που τα στενοχωρεί, που τα φοβίζει.
Συχνά, τα παιδιά που είναι θυμωμένα είναι κατά βάθος πολύ λυπημένα. Η λύπη όμως είναι ένα “ευάλωτο” συναίσθημα, που δύσκολα μπορεί να σε προστατεύσει, όταν πιστεύεις πως είσαι σε κίνδυνο, ενώ ο θυμός είναι δυναμικός και μπορεί να σου παρέχει ένα αίσθημα ελέγχου και ασφάλειας.
Γιατί κάποια παιδιά έχουν επιθετική συμπεριφορά;
Η επιθετική συμπεριφορά (bullying) μπορεί να προσφέρει στο παιδί ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς, όταν κατά βάθος αυτό που νιώθει μέσα του είναι φόβος.
Τα παιδιά που φαίνονται θυμωμένα, συχνά είναι παιδιά θλιμμένα. Χρησιμοποιούν το θυμό και την επίθεση για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από το να νιώθουν ανεπιθύμητα, ανάξια αγάπης, προσοχής και φροντίδας.
Τα παιδιά που έχουν επιθετική συμπεριφορά συχνά νιώθουν εσωτερικά πολύ εύθραυστα, γεγονός που τα οδηγεί να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή να αντικρούσουν πιθανές επιθέσεις ή επικρίσεις.
Πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε;
Με ενεργητική ακρόαση, βοηθάμε να τα ηρεμήσουμε. Για παράδειγμα “Πωπω… πρέπει να είσαι πολύ θυμωμένος αυτή τη στιγμή!”
Η ενεργητική ακρόαση πραγματικά αποτελεί λύση! Όταν ένα παιδί νιώσει ότι το καταλαβαίνουν, παύει να νιώθει πως χρειάζεται να δείξει τι του συμβαίνει, μέσα από τη συμπεριφορά του. Όταν τα παιδιά νιώθουν πως δεν τα ακούν ή πως δεν τα καταλαβαίνουν, θα το δείξουν αυτό μέσα από τη συμπεριφορά τους, και αυτή συχνά γίνεται όλο και χειρότερη μέχρι να νιώσουν πως τα καταλαβαίνουμε.
Θέτουμε όρια! Ήρεμα, ήπια αλλά ξεκάθαρα όρια, χωρίς να ξεχνάμε να τονίζουμε πως δεν είναι για χτύπημα, ούτε ο εαυτός τους ούτε οι άλλοι.
Πώς μπορεί η παιγνιοθεραπεία να βοηθήσει;
Σε μία συνεδρία playtherapy, το παιδί μπορεί να εκφράσει το θυμό του (τη λύπη, το φόβο, το άγχος του κτλ) σε ένα ασφαλές θεραπευτικό περιβάλλον.
Όταν αυτά τα συναισθήματα λύπης και φόβου βγουν στην επιφάνεια, η θεραπεύτρια μπορεί να βοηθήσει το παιδί να τα αναγνωρίσει, να τα αποδεχθεί και να τα “επουλώσει”.
Eίναι πιο εύκολο για ένα παιδί να “μιλήσει” για αυτά που το ζορίζουν, παίζοντας. Τα παιχνίδια γίνονται οι λέξεις του παιδιού και μέσα από το παιχνίδι, εκφράζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του για ό,τι του συμβαίνει. Η θεραπεύτρια ακούει αυτά που της λέει, αποδέχεται το παιδί όπως είναι και με την καθοδήγηση της αναζητούν μαζί να βρουν τις λύσεις που του ταιριάζουν και μπορούν να κάνουν το παιδί να νιώσει πιο χαρούμενο στη ζωή του.
Βρισκόμαστε στην παιδική χαρά. Ένα χαρούμενο αγοράκι παίζει με τα παιχνίδια του και το κοριτσάκι σας εμφανίζεται με τα καινούργια του αυτοκινητάκια. Το αγοράκι πλησιάζει και αρπάζει τα αυτοκινητάκια και παίζει. Το κοριτσάκι σας κλαίει με παράπονο και φωνάζει «Είναι δικά μου! Είναι δικά μου».
Φανταζόμαστε ότι η κατάσταση σας είναι γνώριμη, ότι έχετε βρεθεί συχνά σε αυτή τη θέση και ότι έχετε αισθανθεί αμήχανα και άβολα. «Τι πρέπει να κάνω;» αναρωτιέστε. Συχνά, έχετε αποφασίσει ότι πρέπει το παιδί σας να προσφέρει τα παιχνίδια του και να κατανοήσει την έννοια του μοιράσματος και της προσφοράς με αυτόν τον τρόπο. Θεωρείτε ότι έτσι το μαθαίνετε να είναι ευγενικό και γενναιόδωρο και ότι δείχνετε και στους υπόλοιπους γονείς ότι είστε κι εσείς οι ίδιοι ευγενείς και μεγαλώνετε «σωστά» το παιδάκι σας.
Τι συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα σε αυτή την ηλικία; Πότε το παιδί κατανοεί την έννοια του μοιράσματος; Πρέπει να παρεμβαίνετε και πότε;
Τα παιδιά δεν αναπτύσσουν την ικανότητα για ενσυναίσθηση πριν τα 6 τους χρόνια.
–Τα παιδιά 2-3 ετών δημιουργούν για πρώτη φορά μια αυτοεικόνα ξεχωριστή από της μητέρας τους. Σε αυτήν την ηλικία λένε φράσεις όπως «θα το κάνω μόνη-ος μου» ή «είναι δικό μου».
-Ταυτοχρόνως, τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες έχουν μια εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου και ανακαλύπτουν την έννοια της ιδιοκτησίας. Κατανοούν ότι κάποια πράγματα τους ανήκουν και πολλές φορές θεωρούν ότι τους ανήκουν και άλλα που στην πραγματικότητα δεν είναι δικά τους. Αυτές οι τάσεις κτητικότητας είναι φυσιολογικές, αποτελούν μια φάση της εξέλιξής τους και στην πορεία ξεπερνιούνται φυσικά. Αν το παιδί σας φέρεται κτητικά με τα παιχνίδια του δε σημαίνει ότι φέρεται εγωιστικά ή ότι είναι άπληστο ή κακομαθημένο. Απλώς, βιώνει την έννοια της κτήσης και πειραματίζεται με αυτήν. Στην πραγματικότητα, αυτή η φάση, η φάση του «εγωισμού» είναι ένα στάδιο πριν το μοίρασμα.
–Ένα παιδί που είναι μικρότερο από 2,5 ετών δύσκολα θα πειστεί να μοιραστεί. Και αυτό έχει να κάνει με τα στάδια ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης των παιδιών. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά παίζουν παράλληλα και όχι μαζί.
–Για τα παιδιά αυτής της ηλικίας τα παιχνίδια δεν είναι απλά αντικείμενα, αλλά, κάτι πολύτιμο. Συχνά, κάποια παιχνίδια, αποτελούν για αυτά μεταβατικά αντικείμενα προσκόλλησης, συνεπώς τα έχουν ανάγκη για να νιώθουν συναισθηματικά ασφαλή.
–Περίπου στα 3 και περισσότερο στα 4 έτη το παιδί αρχίζει να κατανοεί την έννοια της μοιρασιάς και της προσφοράς. Και πάλι είναι λογικό να περιμένουμε επιλεκτικό μοίρασμα.
-Αυτό για να συμβεί προϋποθέτει ότι εμείς οι ίδιοι ως γονείς του δίνουμε με το παράδειγμά μας τη δυνατότητα να δει, να βιώσει και να αντιληφθεί την έννοια της προσφοράς και τα οφέλη της. Γι αυτό καλό είναι να μοιραζόμαστε πράγματα με τα παιδιά μας και μάλιστα να ονομάζουμε την πράξη μας. Να λέμε, για παράδειγμα: «Η συνάδελφός μου μας κέρασε ένα υπέροχο κέηκ και το έφερα μαζί μου εδώ για να το μοιραστούμε». Επίσης, αν έχουμε πάνω από ένα παιδί, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και δίκαιοι στο πώς μοιράζουμε τα πάντα, τον χρόνο μας, τα παιχνίδια, τους εαυτούς μας.
-Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι αν εμείς δίνουμε, το παιδί θα δώσει, όταν έρθει η στιγμή. Αν οι ανάγκες του ικανοποιούνται, αν νιώθει συναισθηματικά ασφαλές και συνεπώς αναπτύσσεται υγιώς και με αυτοπεποίθηση, τότε έχει λιγότερο ανάγκη τα αντικείμενα.
Τι να κάνουμε, λοιπόν;
-Είναι απαραίτητο να υπάρχει συχνά η εξής υπενθύμιση : «Όταν διαφωνούμε και μαλώνουμε με τα άλλα παιδιά δε χτυπάμε, δεν κλωτσάμε, δεν σπρώχνουμε».
-Να μην παρεμβαίνετε όσο είναι δυνατόν. Όλοι οι γονείς επιθυμούμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να επιλύουν μόνα τους τα προβλήματά τους, τις διαφορές τους. Επιθυμούμε να γίνουν ανεξάρτητα και αυτόνομα. Όταν, όμως, προκύπτει μια διαμάχη σπεύδουμε να παρέμβουμε και να λύσουμε τα προβλήματα. Ίσως για να τα προστατεύσουμε, ίσως για να τα υποστηρίξουμε, ίσως και για να ξεμπερδεύουμε και να έχουμε και το κεφάλι μας ήσυχο γιατί ένας παιδικός τσακωμός είναι πολύ ενοχλητικός.
– Να παρατηρείτε και να παρεμβαίνετε μόνο αν η κατάσταση είναι ακραία.
–Αν το παιδί σας αρπάζει τα πράγματα των άλλων και είναι επιθετικό να εκφράσετε τη διαφωνία σας με τη πράξη του χωρίς να το στιγματίσετε. ( Να θυμάστε ότι η πράξη του δεν είναι σωστή ή δεν είναι «καλή», όχι το ίδιο.)
–Να μην επιβραβεύετε το μοίρασμα διαρκώς γιατί αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μοιράζεται τα πράγματά του μπροστά σας για να εισπράξει τον έπαινο και όχι αυθόρμητα.
–Να μην αναγκάζετε το παιδί σας να μοιραστεί κάτι γιατί αυτό το οδηγεί να εστιάζει πιο πολύ στο παιχνίδι και όχι στην συνύπαρξη και στη συνεργασία με τα άλλα παιδιά (αυτό ισχύει σε ηλικίες άνω των 2,5, όταν αρχίζουν να αλληλεπιδρούν και να συνυπάρχουν τα παιδιά).
–Να στρέφετε την προσοχή του παιδιού σας στο παιδί που δέχεται την προσφορά: «Δες τι χαρούμενος που είναι ο Νίκος που του έδωσες για λίγο το παιχνίδι σου». Έτσι μαθαίνει σιγά σιγά να παρατηρεί και να προσέχει τα συναισθήματα των άλλων και να τα αναγνωρίζει σταδιακά. Το ίδιο και στην αντίθετη περίπτωση : «Λες η Ελένη να στενοχωρήθηκε που της πήρες το παιχνίδι της;»
–Να ενθαρρύνετε το παιδί σας να πει στα άλλα παιδιά πώς νιώθει. Αν είναι θυμωμένο να το παροτρύνετε να το πει ξεκάθαρα. Να του πείτε: «Εισαι εκνευρισμένος που σου πήραν τα παιχνίδια σου ; Να το πεις στους φίλους σου.»
-Αν είστε μπροστά και προκύψει μια έντονη διαμάχη να το συζητήσετε ήρεμα με το παιδί σας αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά του και ρωτώντας το τι θέλει να κάνετε. Έτσι το παιδί θα νιώθει ήρεμο και ασφαλές.
–Όταν καλείτε κάποιο άλλο παιδί σπίτι σας να προετοιμαστείτε. Να ζητήσετε να φέρει και το άλλο παιδί τα παιχνίδια του. Έτσι το παιδί σας θα κατανοήσει ότι για να παίξει με τα παιχνίδια του άλλου παιδιού θα πρέπει να του δώσει και τα δικά του. Επίσης, να προετοιμάσετε το παιδί σας γιατί κάποιες φορές μπορεί να νιώσει ότι τα άλλα παιδιά εισβάλλουν στον χώρο του.
–Αν το παιδί σας έχει προτίμηση σε κάποια παιχνίδια, μπορείτε να τα κρύψετε ώστε όταν έρθουν άλλα παιδάκια να μη δημιουργηθεί πρόβλημα.
–Να αφήσετε το παιδί σας να κοινωνικοποιηθεί όσο γίνεται μόνο του (όταν βρίσκεται στην ηλικία που παίζει με τα άλλα παιδιά και όχι παράλληλα). Να μαλώσει, να διαφωνήσει. Έτσι θα μάθει πώς να επιλύει τα προβλήματά του. Άλλωστε μέσω της κοινωνικοποίησης θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά του. Αν αρπάζει τα παιχνίδια των άλλων συνέχεια θα δει ότι θα αρχίσουν να μην το παίζουν. Αν προσφέρει συνέχεια τα δικά του θα νιώθει δυσαρεστημένο. Σε αυτήν την περίπτωση, καλό θα είναι να παρέμβετε και να του πείτε «Σου πήραν το παιχνίδι σου ε; Δεν είσαι ευχαριστημένος-η με αυτό. Μπορείς να πεις όχι αν θες».
–Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να εκφράζουμε εμείς συχνά τα συναισθήματά μας ώστε το παιδί μας να συνηθίζει και να μπορεί σταδιακά να τα αναγνωρίζει.
Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς έχουμε μια εμμονή με την προσφορά και τη γενναιοδωρία. Ξεχνάμε, όμως, πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν είναι από τη φύση τους έτοιμα για αλτρουισμό και αυτοθυσία. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε ούτε εμείς οι ίδιοι δίνουμε εύκολα, δυστυχώς, τα πράγματά μας και θα μας φαινόταν παράλογο κάποιος να μας πει «Πρέπει να μοιραστείς το καινούργιο σου βιβλίο, δεν έχει σημασία αν μόλις τώρα άρχισες να το διαβάζεις και σε έχει συνεπάρει, το σωστό είναι να μοιράζεσαι τα πράγματά σου. Δώσε τώρα στη φίλη σου το βιβλίο σου. Μπράβο σου». Το να κατανοήσει ένα παιδί προσχολικής ηλικίας τι έχει ανάγκη ένα συνομήλικο παιδί και μάλιστα από μόνο του είναι ανέφικτο και λάθος από την πλευρά μας να το περιμένουμε. Το παιδί αυτής της ηλικίας μπορεί πολύ περισσότερο να αντιληφθεί την έννοια της πρακτικής βοήθειας και της συνεργασίας. Γι αυτό καλό θα είναι να το παροτρύνουμε να μας βοηθάει σε πρακτικά ζητήματα. Όσον αφορά στις ανάγκες και στις επιθυμίες των άλλων, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να τις αντιληφθούν περισσότερο μετά τους 30 μήνες.
Καλό θα ήταν, συνεπώς, να ηρεμήσουμε, να προσφέρουμε στα παιδιά μας ένα γενναιόδωρο περιβάλλον που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και να μην τα πιέζουμε να υιοθετήσουν συμπεριφορές που δεν είναι ακόμα σε θέση να κατανοήσουν. Η γενναιοδωρία, η προσφορά και η ευγένεια καλλιεργούνται από εμάς, από το παράδειγμά μας και όχι από κενές εντολές και συμβουλές που δίνουμε στα παιδιά. Αν είμαστε γενναιόδωροι και ευγενείς, αν μοιραζόμαστε και προσφέρουμε, τα παιδιά μας, όταν έρθει η στιγμή θα προσφέρουν απλόχερα και αυτά και αν χρειαστεί, επίσης, θα διεκδικήσουν με αυτοπεποίθηση αν νιώθουν ότι αδικούνται.