Η Παιγνιοθεραπεία είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας που χρησιμοποιεί το παιχνίδι και την τέχνη ως κύριο μέσο έκφρασης, και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στα παιδιά που χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη.
Mε την παιγνιοθεραπεία το παιδί εξερευνά τις σκέψεις & τα συναισθήματά του με δημιουργικό και δυναμικό τρόπο.
Είναι πολύ πιθανό ένα παιδί να δυσκολεύεται να μιλήσει για τα προβλήματά του. Μπορεί επίσης να μην έχει τις λέξεις που χρειάζονται για να περιγράψει πώς νιώθει, ή γιατί συμπεριφέρεται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Μπορεί να μην αναγνωρίζει τις δυσκολίες του ή ακόμη και να μην μπορεί να τις εξηγήσει.
Η παιγνιοθεραπεία τού δίνει την ευκαιρία και το χρόνο να εκφραστεί μέσω του παιχνιδιού, χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από εργαλεία που έχει στη διάθεσή του, όπως: ζωγραφική και σχέδιο, νερό και πηλό, άμμο και μινιατούρες, βιβλία και ασκήσεις χαλάρωσεις, μουσική, κίνηση και κουκλοθέατρο.
Σε μία συνεδρία playtherapy το παιδί ανακαλύπτει τη δημιουργικότητά του και εκφράζεται χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από εργαλεία.
Οι παιγνιοθεραπευτικές συνεδρίες έχουν σκοπό να βοηθήσουν το παιδί να νιώσει καλά με τον εαυτό του. Επιπλέον, το βοηθούν να «δουλέψει» τυχόν τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να κρατάνε το μυαλό του ‘’αιχμάλωτο’’. Και ένα «αιχμάλωτο» μυαλό δύσκολα μπορεί να είναι ανοιχτό στη μάθηση στο σχολείο ή στις σχέσεις με τους άλλους, συνομήλικους ή δασκάλους.
Μέσω του παιχνιδιού, το παιδί εκφράζει τα δύσκολα συναισθήματά του, μέσα από μία ιστορία ή μία μεταφορά. Η μεταφορά βοηθάει το παιδί να νιώσει ασφάλεια, γιατί δημιουργεί μία ψυχική απόσταση, αφού αυτό που λέει και εκφράζει δεν αφορά απευθείας τον ίδιο, αλλά το παιχνίδι του. Αυτή η αποστασιοποίηση το βοηθάει να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του με λιγότερη ένταση και να βρει στο δικό του χρόνο, χωρίς πίεση, τις λύσεις που του ταιριάζουν.
Οι παιγνιοθεραπευτές/ τριες του PTI λαμβάνουν πλήρη ακαδημαϊκή και κλινική εκπαίδευση, πριν πιστοποιηθούν και είναι πλήρως διαπιστευμένοι από τον Βρετανικό Κρατικό ΟργανισμόProfessional Standards Authority (PSA).
Λένε πως η επίθεση αποτελεί την καλύτερη άμυνα. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, όντως, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι προτιμότερο να επιτεθούμε σε αυτό που μας φοβίζει παρά να οπισθοχωρήσουμε. Το ίδιο ισχύει κι όταν τα παιδιά εκφράζουν επιθετική συμπεριφορά, φωνάζοντας, χτυπώντας ή και βρίζοντας. Συχνά αυτή η επίθεση, αποτελεί την άμυνά τους, μπροστά σε αυτό που τα τρομάζει, που τα στενοχωρεί, που τα φοβίζει.
Συχνά, τα παιδιά που είναι θυμωμένα είναι κατά βάθος πολύ λυπημένα. Η λύπη όμως είναι ένα “ευάλωτο” συναίσθημα, που δύσκολα μπορεί να σε προστατεύσει, όταν πιστεύεις πως είσαι σε κίνδυνο, ενώ ο θυμός είναι δυναμικός και μπορεί να σου παρέχει ένα αίσθημα ελέγχου και ασφάλειας.
Γιατί κάποια παιδιά έχουν επιθετική συμπεριφορά;
Η επιθετική συμπεριφορά (bullying) μπορεί να προσφέρει στο παιδί ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς, όταν κατά βάθος αυτό που νιώθει μέσα του είναι φόβος.
Τα παιδιά που φαίνονται θυμωμένα, συχνά είναι παιδιά θλιμμένα. Χρησιμοποιούν το θυμό και την επίθεση για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από το να νιώθουν ανεπιθύμητα, ανάξια αγάπης, προσοχής και φροντίδας.
Τα παιδιά που έχουν επιθετική συμπεριφορά συχνά νιώθουν εσωτερικά πολύ εύθραυστα, γεγονός που τα οδηγεί να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή να αντικρούσουν πιθανές επιθέσεις ή επικρίσεις.
Πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε;
Με ενεργητική ακρόαση, βοηθάμε να τα ηρεμήσουμε. Για παράδειγμα “Πωπω… πρέπει να είσαι πολύ θυμωμένος αυτή τη στιγμή!”
Η ενεργητική ακρόαση πραγματικά αποτελεί λύση! Όταν ένα παιδί νιώσει ότι το καταλαβαίνουν, παύει να νιώθει πως χρειάζεται να δείξει τι του συμβαίνει, μέσα από τη συμπεριφορά του. Όταν τα παιδιά νιώθουν πως δεν τα ακούν ή πως δεν τα καταλαβαίνουν, θα το δείξουν αυτό μέσα από τη συμπεριφορά τους, και αυτή συχνά γίνεται όλο και χειρότερη μέχρι να νιώσουν πως τα καταλαβαίνουμε.
Θέτουμε όρια! Ήρεμα, ήπια αλλά ξεκάθαρα όρια, χωρίς να ξεχνάμε να τονίζουμε πως δεν είναι για χτύπημα, ούτε ο εαυτός τους ούτε οι άλλοι.
Πώς μπορεί η παιγνιοθεραπεία να βοηθήσει;
Σε μία συνεδρία playtherapy, το παιδί μπορεί να εκφράσει το θυμό του (τη λύπη, το φόβο, το άγχος του κτλ) σε ένα ασφαλές θεραπευτικό περιβάλλον.
Όταν αυτά τα συναισθήματα λύπης και φόβου βγουν στην επιφάνεια, η θεραπεύτρια μπορεί να βοηθήσει το παιδί να τα αναγνωρίσει, να τα αποδεχθεί και να τα “επουλώσει”.
Eίναι πιο εύκολο για ένα παιδί να “μιλήσει” για αυτά που το ζορίζουν, παίζοντας. Τα παιχνίδια γίνονται οι λέξεις του παιδιού και μέσα από το παιχνίδι, εκφράζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του για ό,τι του συμβαίνει. Η θεραπεύτρια ακούει αυτά που της λέει, αποδέχεται το παιδί όπως είναι και με την καθοδήγηση της αναζητούν μαζί να βρουν τις λύσεις που του ταιριάζουν και μπορούν να κάνουν το παιδί να νιώσει πιο χαρούμενο στη ζωή του.
Βρισκόμαστε στην παιδική χαρά. Ένα χαρούμενο αγοράκι παίζει με τα παιχνίδια του και το κοριτσάκι σας εμφανίζεται με τα καινούργια του αυτοκινητάκια. Το αγοράκι πλησιάζει και αρπάζει τα αυτοκινητάκια και παίζει. Το κοριτσάκι σας κλαίει με παράπονο και φωνάζει «Είναι δικά μου! Είναι δικά μου».
Φανταζόμαστε ότι η κατάσταση σας είναι γνώριμη, ότι έχετε βρεθεί συχνά σε αυτή τη θέση και ότι έχετε αισθανθεί αμήχανα και άβολα. «Τι πρέπει να κάνω;» αναρωτιέστε. Συχνά, έχετε αποφασίσει ότι πρέπει το παιδί σας να προσφέρει τα παιχνίδια του και να κατανοήσει την έννοια του μοιράσματος και της προσφοράς με αυτόν τον τρόπο. Θεωρείτε ότι έτσι το μαθαίνετε να είναι ευγενικό και γενναιόδωρο και ότι δείχνετε και στους υπόλοιπους γονείς ότι είστε κι εσείς οι ίδιοι ευγενείς και μεγαλώνετε «σωστά» το παιδάκι σας.
Τι συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα σε αυτή την ηλικία; Πότε το παιδί κατανοεί την έννοια του μοιράσματος; Πρέπει να παρεμβαίνετε και πότε;
Τα παιδιά δεν αναπτύσσουν την ικανότητα για ενσυναίσθηση πριν τα 6 τους χρόνια.
–Τα παιδιά 2-3 ετών δημιουργούν για πρώτη φορά μια αυτοεικόνα ξεχωριστή από της μητέρας τους. Σε αυτήν την ηλικία λένε φράσεις όπως «θα το κάνω μόνη-ος μου» ή «είναι δικό μου».
-Ταυτοχρόνως, τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες έχουν μια εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου και ανακαλύπτουν την έννοια της ιδιοκτησίας. Κατανοούν ότι κάποια πράγματα τους ανήκουν και πολλές φορές θεωρούν ότι τους ανήκουν και άλλα που στην πραγματικότητα δεν είναι δικά τους. Αυτές οι τάσεις κτητικότητας είναι φυσιολογικές, αποτελούν μια φάση της εξέλιξής τους και στην πορεία ξεπερνιούνται φυσικά. Αν το παιδί σας φέρεται κτητικά με τα παιχνίδια του δε σημαίνει ότι φέρεται εγωιστικά ή ότι είναι άπληστο ή κακομαθημένο. Απλώς, βιώνει την έννοια της κτήσης και πειραματίζεται με αυτήν. Στην πραγματικότητα, αυτή η φάση, η φάση του «εγωισμού» είναι ένα στάδιο πριν το μοίρασμα.
–Ένα παιδί που είναι μικρότερο από 2,5 ετών δύσκολα θα πειστεί να μοιραστεί. Και αυτό έχει να κάνει με τα στάδια ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης των παιδιών. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά παίζουν παράλληλα και όχι μαζί.
–Για τα παιδιά αυτής της ηλικίας τα παιχνίδια δεν είναι απλά αντικείμενα, αλλά, κάτι πολύτιμο. Συχνά, κάποια παιχνίδια, αποτελούν για αυτά μεταβατικά αντικείμενα προσκόλλησης, συνεπώς τα έχουν ανάγκη για να νιώθουν συναισθηματικά ασφαλή.
–Περίπου στα 3 και περισσότερο στα 4 έτη το παιδί αρχίζει να κατανοεί την έννοια της μοιρασιάς και της προσφοράς. Και πάλι είναι λογικό να περιμένουμε επιλεκτικό μοίρασμα.
-Αυτό για να συμβεί προϋποθέτει ότι εμείς οι ίδιοι ως γονείς του δίνουμε με το παράδειγμά μας τη δυνατότητα να δει, να βιώσει και να αντιληφθεί την έννοια της προσφοράς και τα οφέλη της. Γι αυτό καλό είναι να μοιραζόμαστε πράγματα με τα παιδιά μας και μάλιστα να ονομάζουμε την πράξη μας. Να λέμε, για παράδειγμα: «Η συνάδελφός μου μας κέρασε ένα υπέροχο κέηκ και το έφερα μαζί μου εδώ για να το μοιραστούμε». Επίσης, αν έχουμε πάνω από ένα παιδί, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και δίκαιοι στο πώς μοιράζουμε τα πάντα, τον χρόνο μας, τα παιχνίδια, τους εαυτούς μας.
-Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι αν εμείς δίνουμε, το παιδί θα δώσει, όταν έρθει η στιγμή. Αν οι ανάγκες του ικανοποιούνται, αν νιώθει συναισθηματικά ασφαλές και συνεπώς αναπτύσσεται υγιώς και με αυτοπεποίθηση, τότε έχει λιγότερο ανάγκη τα αντικείμενα.
Τι να κάνουμε, λοιπόν;
-Είναι απαραίτητο να υπάρχει συχνά η εξής υπενθύμιση : «Όταν διαφωνούμε και μαλώνουμε με τα άλλα παιδιά δε χτυπάμε, δεν κλωτσάμε, δεν σπρώχνουμε».
-Να μην παρεμβαίνετε όσο είναι δυνατόν. Όλοι οι γονείς επιθυμούμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να επιλύουν μόνα τους τα προβλήματά τους, τις διαφορές τους. Επιθυμούμε να γίνουν ανεξάρτητα και αυτόνομα. Όταν, όμως, προκύπτει μια διαμάχη σπεύδουμε να παρέμβουμε και να λύσουμε τα προβλήματα. Ίσως για να τα προστατεύσουμε, ίσως για να τα υποστηρίξουμε, ίσως και για να ξεμπερδεύουμε και να έχουμε και το κεφάλι μας ήσυχο γιατί ένας παιδικός τσακωμός είναι πολύ ενοχλητικός.
– Να παρατηρείτε και να παρεμβαίνετε μόνο αν η κατάσταση είναι ακραία.
–Αν το παιδί σας αρπάζει τα πράγματα των άλλων και είναι επιθετικό να εκφράσετε τη διαφωνία σας με τη πράξη του χωρίς να το στιγματίσετε. ( Να θυμάστε ότι η πράξη του δεν είναι σωστή ή δεν είναι «καλή», όχι το ίδιο.)
–Να μην επιβραβεύετε το μοίρασμα διαρκώς γιατί αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μοιράζεται τα πράγματά του μπροστά σας για να εισπράξει τον έπαινο και όχι αυθόρμητα.
–Να μην αναγκάζετε το παιδί σας να μοιραστεί κάτι γιατί αυτό το οδηγεί να εστιάζει πιο πολύ στο παιχνίδι και όχι στην συνύπαρξη και στη συνεργασία με τα άλλα παιδιά (αυτό ισχύει σε ηλικίες άνω των 2,5, όταν αρχίζουν να αλληλεπιδρούν και να συνυπάρχουν τα παιδιά).
–Να στρέφετε την προσοχή του παιδιού σας στο παιδί που δέχεται την προσφορά: «Δες τι χαρούμενος που είναι ο Νίκος που του έδωσες για λίγο το παιχνίδι σου». Έτσι μαθαίνει σιγά σιγά να παρατηρεί και να προσέχει τα συναισθήματα των άλλων και να τα αναγνωρίζει σταδιακά. Το ίδιο και στην αντίθετη περίπτωση : «Λες η Ελένη να στενοχωρήθηκε που της πήρες το παιχνίδι της;»
–Να ενθαρρύνετε το παιδί σας να πει στα άλλα παιδιά πώς νιώθει. Αν είναι θυμωμένο να το παροτρύνετε να το πει ξεκάθαρα. Να του πείτε: «Εισαι εκνευρισμένος που σου πήραν τα παιχνίδια σου ; Να το πεις στους φίλους σου.»
-Αν είστε μπροστά και προκύψει μια έντονη διαμάχη να το συζητήσετε ήρεμα με το παιδί σας αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά του και ρωτώντας το τι θέλει να κάνετε. Έτσι το παιδί θα νιώθει ήρεμο και ασφαλές.
–Όταν καλείτε κάποιο άλλο παιδί σπίτι σας να προετοιμαστείτε. Να ζητήσετε να φέρει και το άλλο παιδί τα παιχνίδια του. Έτσι το παιδί σας θα κατανοήσει ότι για να παίξει με τα παιχνίδια του άλλου παιδιού θα πρέπει να του δώσει και τα δικά του. Επίσης, να προετοιμάσετε το παιδί σας γιατί κάποιες φορές μπορεί να νιώσει ότι τα άλλα παιδιά εισβάλλουν στον χώρο του.
–Αν το παιδί σας έχει προτίμηση σε κάποια παιχνίδια, μπορείτε να τα κρύψετε ώστε όταν έρθουν άλλα παιδάκια να μη δημιουργηθεί πρόβλημα.
–Να αφήσετε το παιδί σας να κοινωνικοποιηθεί όσο γίνεται μόνο του (όταν βρίσκεται στην ηλικία που παίζει με τα άλλα παιδιά και όχι παράλληλα). Να μαλώσει, να διαφωνήσει. Έτσι θα μάθει πώς να επιλύει τα προβλήματά του. Άλλωστε μέσω της κοινωνικοποίησης θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά του. Αν αρπάζει τα παιχνίδια των άλλων συνέχεια θα δει ότι θα αρχίσουν να μην το παίζουν. Αν προσφέρει συνέχεια τα δικά του θα νιώθει δυσαρεστημένο. Σε αυτήν την περίπτωση, καλό θα είναι να παρέμβετε και να του πείτε «Σου πήραν το παιχνίδι σου ε; Δεν είσαι ευχαριστημένος-η με αυτό. Μπορείς να πεις όχι αν θες».
–Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να εκφράζουμε εμείς συχνά τα συναισθήματά μας ώστε το παιδί μας να συνηθίζει και να μπορεί σταδιακά να τα αναγνωρίζει.
Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς έχουμε μια εμμονή με την προσφορά και τη γενναιοδωρία. Ξεχνάμε, όμως, πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν είναι από τη φύση τους έτοιμα για αλτρουισμό και αυτοθυσία. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε ούτε εμείς οι ίδιοι δίνουμε εύκολα, δυστυχώς, τα πράγματά μας και θα μας φαινόταν παράλογο κάποιος να μας πει «Πρέπει να μοιραστείς το καινούργιο σου βιβλίο, δεν έχει σημασία αν μόλις τώρα άρχισες να το διαβάζεις και σε έχει συνεπάρει, το σωστό είναι να μοιράζεσαι τα πράγματά σου. Δώσε τώρα στη φίλη σου το βιβλίο σου. Μπράβο σου». Το να κατανοήσει ένα παιδί προσχολικής ηλικίας τι έχει ανάγκη ένα συνομήλικο παιδί και μάλιστα από μόνο του είναι ανέφικτο και λάθος από την πλευρά μας να το περιμένουμε. Το παιδί αυτής της ηλικίας μπορεί πολύ περισσότερο να αντιληφθεί την έννοια της πρακτικής βοήθειας και της συνεργασίας. Γι αυτό καλό θα είναι να το παροτρύνουμε να μας βοηθάει σε πρακτικά ζητήματα. Όσον αφορά στις ανάγκες και στις επιθυμίες των άλλων, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να τις αντιληφθούν περισσότερο μετά τους 30 μήνες.
Καλό θα ήταν, συνεπώς, να ηρεμήσουμε, να προσφέρουμε στα παιδιά μας ένα γενναιόδωρο περιβάλλον που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και να μην τα πιέζουμε να υιοθετήσουν συμπεριφορές που δεν είναι ακόμα σε θέση να κατανοήσουν. Η γενναιοδωρία, η προσφορά και η ευγένεια καλλιεργούνται από εμάς, από το παράδειγμά μας και όχι από κενές εντολές και συμβουλές που δίνουμε στα παιδιά. Αν είμαστε γενναιόδωροι και ευγενείς, αν μοιραζόμαστε και προσφέρουμε, τα παιδιά μας, όταν έρθει η στιγμή θα προσφέρουν απλόχερα και αυτά και αν χρειαστεί, επίσης, θα διεκδικήσουν με αυτοπεποίθηση αν νιώθουν ότι αδικούνται.