Μερικά παιδιά ίσως και να ανυπομονούν να επιστρέψουν στο σχολείο, να ξαναβρούν τους φίλους και συμμαθητές τους και να πάρουν τα καινούργια τους βιβλία. Άλλα πάλι μπορεί να δείξουν κάποια σημάδια άγχους και άρνησης. Και αυτό είναι οκ και μπορεί να συμβεί. Ούτως ή άλλως οι αλλαγές προκαλούν άγχος στους ανθρώπους. Και πόσο μάλλον η επιστροφή στο σχολείο που μπορεί να συνδέεται στο μυαλό του παιδιού με υποχρεώσεις, αξιολογήσεις και διαβάσματα. Το ερώτημα είναι: τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να βοηθήσουμε το αγχωμένο παιδί μας που φαίνεται να το δυσκολεύει η μετάβαση στη σχολική πραγματικότητα;
Πρακτικές συμβουλές για μια πιο ομαλή μετάβαση στη σχολική πραγματικότητα
Επαναφέρουμε τις καθημερινές ρουτίνες μας:
1) Πρόγραμμα ύπνου: Ξεκινάμε να αλλάζουμε την ώρα του βραδινού ύπνου και την ώρα του πρωινού ξυπνήματος, έτσι ώστε να φτάσουμε την ώρα που θα πρέπει κανονικά να ξυπνάει το παιδί για το σχολείο. Ο επαρκής ύπνος είναι απαραίτητος για το νευρικό σύστημα του ανθρώπου!
2) Πρωινές ρουτίνες: Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το σχολείο αρχίζουμε να εφαρμόζουμε τη ρουτίνα της πρωινής προετοιμασίας, που περιλαμβάνει πρωινό, ντύσιμο και ετοιμασία τσάντας.
Οργανωνόμαστε:
Πηγαίνουμε μαζί με το παιδί να αγοράσουμε όλα τα απαραίτητα για τη νέα σχολική χρονιά. Έτσι, και χαίρεται με τη νέα κασετίνα που διάλεξε μόνο του αλλά και νιώθει έτοιμο… για το σχολείο!
Μιλάμε για το άγχος:
1) Μιλάμε για το σχολείο: Μιλάμε με το παιδί για τα συναισθήματα που νιώθει όσον αφορά το σχολείο. Τι είναι αυτό που περιμένει με ανυπομονησία, ποια πράγματα το αγχώνουν… Μιλάμε για τους φόβους που μπορεί να έχει και το καθησυχάζουμε.
2) Επισκεπτόμαστε το σχολείο: Αν είναι εφικτό, επισκεπτόμαστε μαζί του το σχολείο ή ακόμη και την τάξη του, ειδικά αν πρόκειται για ένα νέο περιβάλλον. Η συνάντηση με το νέο του δάσκαλο μπορεί να βοηθήσει πολύ στο αίσθημα ασφάλειας!
Εμπλέκουμε το παιδί:
1) Θέτουμε στόχους: Ενθαρρύνουμε το παιδί να θέσει προσωπικούς στόχους για τη νέα σχολική χρονιά, είτε είναι ακαδημαϊκοί, είτε κοινωνικοί.
2) Δίνουμε την επιλογή: Αφήνουμε το παιδί να επιλέξει τα ρούχα του, το κολατσιό του και τις εξωσχολικές του δραστηριότητες. Η αίσθηση ελέγχου μπορεί να μειώσει το άγχος.
Προγραμματίζουμε την κοινωνικοποίηση:
1) Επανασυνδεόμαστε με φίλους: Κανονίζουμε συναντήσεις με φίλους από το σχολείο ή ενθαρρύνουμε το παιδί να επικοινωνήσει με τους συμμαθητές του πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
2) Παιχνίδι ρόλων: Εάν το άγχος του παιδιού εστιάζεται στις κοινωνικές συναναστροφές, το να “παίξουμε” κάποια συνήθη σενάρια μπορεί να το βοηθήσει να νιώσει προετοιμασμένο. Για παράδειγμα, πώς θα συστήσει τον εαυτό του ή πώς θα συμμετάσχει σε μία ομάδα.
Διατηρούμε αισιόδοξη στάση
1) Ενισχύουμε τα θετικά συναισθήματα: Δείχνουμε ενθουσιασμό για τη νέα σχολική χρονιά. Η στάση μας επηρεάζει το πώς νιώθει το παιδί μας.
2) Οργανώνουμε κάτι ξεχωριστό για την πρώτη μέρα: Προετοιμάζουμε ένα ξεχωριστό πρωινό ή βάζουμε ένα γλυκό σημείωμα μέσα στο ταπεράκι του παιδιού.
Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια
Ελεύθερη μετάφραση από το Institute of Child Psychology
Στην εποχή μας, η πίεση που νιώθουν οι γονείς είναι μεγάλη! Από το ποιες σούπερ τροφές να επιλέξουν για το μωρό τους μέχρι τις πιο ψαγμένες δραστηριότητες για το μεγαλύτερο παιδί, οι γονείς παλεύουν να βρουν και να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Και βέβαια να το αποδεικνύουν με χαμογελαστές και ανέμελες οικογενειακές φωτογραφίες, στο instagram!
Τι θα λέγατε όμως αν σας έλεγαν ότι τελικά η γονεϊκότητα δεν αφορά την τελειότητα αλλά το να είμαστε απλά αρκετά καλοί; Ο Άγγλος παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald Winnicott εισηγήθηκε πρώτος τον όρο της «αρκετά καλής μητέρας», αναφέροντας πως ο ρόλος της μητέρας δεν είναι να είναι τέλεια απέναντι στο μωρό της αλλά να είναι αρκετά καλή, καθώς η τελειότητα… είναι ανέφικτη.
Γιατί δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τέλειος τύπος γονιού. Υπάρχουν, αντιθέτως, διαφορετικοί αρκετά καλοί.
Τι σημαίνει «αρκετά καλός γονιός»;
Ξέρουμε πως οι γονείς παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός παιδιού. Οι έρευνες μάς δείχνουν πως ο τρόπος που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας επηρεάζει την ανάπτυξή τους, την ψυχική ανθεκτικότητά τους και τις προσδοκίες που έχουν από τον εαυτό τους και τους άλλους. Δηλαδή, καθορίζει με έναν τρόπο τη συμπεριφορά τους και γενικότερα, το ευ ζην τους.
Ο Winnicott (1950) υποστηρίζει πως τα παιδιά επωφελούνται, όταν οι μητέρες τους κάποιες φορές «αποτυγχάνουν» να καλύψουν τις ανάγκες τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως οι γονείς μπορούν να παραμελούν τα παιδιά τους ή να μη διασφαλίζουν ένα ασφαλές περιβάλλον για να τα μεγαλώσουν. Τα παιδιά χρειάζεται να ξέρουν πως τα αγαπούν και είναι άξια φροντίδας.
Ένας “αρκετά καλός” γονιός αντιλαμβάνεται όμως πως και η αποτυχία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Το βίωμα της λύπης, τα δάκρυα και ο θυμός αποτελούν κομμάτι της παιδικής ηλικίας και οι γονείς χρειάζεται να επιτρέπουν στα παιδιά τους να τα μάθουν. Ο “αρκετά καλός” γονιός ξέρεις πως είναι αδύνατον να καλύπτει διαρκώς κάθε ανάγκη του παιδιού, γνωρίζει δηλαδή ότι δεν γίνεται να είναι διαρκώς διαθέσιμος για το παιδί του.
Τι περιλαμβάνει η “αρκετά καλή” γονεϊκότητα;
Ο Winnicott παρατήρησε πως όταν τα μωρά ήταν πολύ, πολύ μικρά, οι ανάγκες τους καλύπτονταν σχεδόν αμέσως. Όταν ένα μωρό κλαίει, η μητέρα την ίδια στιγμή θα το θηλάσει ή θα το αλλάξει.
Αλλά όσο το παιδί μεγαλώνει, δεν χρειάζεται απαραίτητα οι ανάγκες του να καλύπτονται αμέσως. Αυτό επιτρέπει στο παιδί να χτίσει ανθεκτικότητα απέναντι στη ματαίωση. Στην τελική τα πράγματα στη ζωή δεν πάνε πάντα, όπως τα προγραμματίζουμε ή όπως ακριβώς τα θέλουμε.
Οι γονείς εξακολουθούν βέβαια να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες του παιδιού, να το αγαπούν και να το φροντίζουν, απλά δεν μπορούν πάντα να κάνουν τα πράγματα, όπως ακριβώς τα θέλει το παιδί.
Πώς μοιάζει ένας “αρκετά καλός” γονιός στην καθημερινή ζωή;
Ας ξεκινήσουμε ρωτώντας τον εαυτό μας “Τι χρειάζεται το παιδί μου από εμένα;”
Η “αρκετά καλή γονεϊκότητα” επικεντρώνεται στα συναισθήματα και τις ανάγκες του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία του. Σε ένα μωρό, χρειάζεται να “απαντήσουμε” γρήγορα στην πείνα του. Ένας έφηβος όμως μαθαίνει να βρίσκει το δρόμο του, στη ζωή. Ένας “αρκετά καλός” γονιός θα χρειαστεί κάποιες φορές να επιτρέψει στο παιδί να αντιμετωπίσει και τις συνέπειες των επιλογών του, με ό,τι συναισθήματα αυτές συνεπάγονται. Ο γονιός δηλαδή βρίσκεται δίπλα στο παιδί είτε είναι λυπημένο είτε θυμωμένο, χωρίς όμως “να λύσει” το πρόβλημα ή να το “απαλλάξει” από τα συναισθήματά του.
Βέβαια, πάντα χρειάζεται να είμαστε δίκαιοι και ρεαλιστές. Για παράδειγμα, εάν είναι ώρα για βραδινό και το παιδί είναι κουρασμένο και πεινασμένο, δεν έχουμε την απαίτηση να μαζέψει εκείνη τη στιγμή και το δωμάτιό του!
Θέτουμε δίκαια και λογικά όρια!
Το να είμαστε “αρκετά καλός” γονιός σημαίνει ακόμα να αποδεχόμαστε το παιδί μας για αυτό που είναι. Τα παιδιά χρειάζονται άνευ όρων αγάπη για να αναπτύξουν μία υγιή είκονα για τον εαυτό τους. Αυτό σημαίνει πως εάν ένα παιδί ενδιαφέρεται περισσότερο για το ποδόσφαιρο από τα μαθηματικά (ή και το ανάποδο), δεν προσπαθούμε να το αλλάξουμε.
Την ίδια στιγμή θέτουμε όμως ξεκάθαρα όρια – όπως “Σε παρακαλώ μη με διακόπτεις, όταν μιλάω” ή “Θα ήθελα να χτυπάς την πόρτα πριν μπεις στο δωμάτιό μου”– και προσπαθούμε να είμαστε σταθεροί, όσον αφορά την τήρησή τους.
Αυτό βοηθάει όχι μόνο γιατί θέτει λογικά όρια στη σχέση με το παιδί μας (γιατί είμαστε γονείς του, όχι φιλαράκια του), αλλά επίσης του μαθαίνει να βάζει με τη σειρά του υγιή όρια και στις δικές του σχέσεις.
Τα πράγματα δεν πάνε πάντα, όπως τα σχεδιάζουμε.
Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, τα πράγματα δεν πάνε πάντα, όπως τα θέλουμε ή όπως τα έχουμε υπολογίσει. Οπότε αν νιώθουμε θυμωμένοι με το παιδί μας, φροντίζουμε να του μιλήσουμε ήρεμα, δείχνοντάς του έτσι πώς ρυθμίζει κανείς το θυμό του. Αν δεν τα καταφέρουμε – πχ χάσουμε την ψυχραιμία μας και φωνάξουμε – τότε απολογούμαστε.
Σημαντικό επίσης είναι να δίνουμε και στον εαυτό μας λίγο χρόνο. Αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται να τα λύνουμε όλα επί τόπου. Μπορούμε να τα αφήσουμε για αύριο ή για κάποια άλλη στιγμή που θα έχουμε την ενέργεια και την υπομονή που χρειάζεται.
Και όταν το έχουμε ανάγκη, να μην ξεχνάμε να ζητάμε βοήθεια είτε από τον/τη σύντροφό μας ή την οικογένειά μας είτε από κάποιον επαγγελματία, σύμβουλο ή ψυχολόγο. Στην τελική όλα αυτά αφορούν το πώς να είμαστε αρκετά καλοί… όχι υπεράνθρωποι!
Στο σχολείο, μας ενημέρωσε η δασκάλα πως η κόρη μας χτύπησε ένα άλλο παιδί στο διάλειμμα. Τι κάνουμε; Την αφήνουμε να δει "οθόνες" σαν να μην τρέχει τίποτα;
Έχει πάει αργά το απόγευμα και ακόμη το δωμάτιό του είναι ακατάστατο, ενώ είχαμε συμφωνήσει να το μαζέψει. Τι κάνουμε; Τρώμε πίτσα, όπως είχαμε κανονίσει; Ή τον τιμωρούμε ως συνέπεια της… ασυνέπειάς του; Οι πράξεις των παιδιών μας δεν πρέπει να έχουν συνέπειες;
Μπορεί να σκέφτεστε πως τέτοιες πράξεις πρέπει να έχουν σοβαρές συνέπειες στη ζωή του παιδιού, γιατί έτσι μόνο θα μάθει να είναι υπεύθυνο στη ζωή του.
Πολλοί γονείς ακόμη πιστεύουν πως είναι απαραίτητο να κάνουν το παιδί να νιώσει άσχημα για τη συμπεριφορά του και ότι οι συνέπειες το βοηθούν να μάθει να πληρώνει για τα λάθη του. Με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνει τι έκανε και δεν θα το ξανακάνει.
Ισχύει όμως αυτό; Μπορούν οι συνέπειες να αλλάξουν μια προβληματική συμπεριφορά;
Χρησιμοποιώντας τις συνέπειες για να αλλάξουμε μια συμπεριφορά
Πόσο συχνά χρησιμοποιείτε τις συνέπειες για να μάθετε στο παιδί σας να φέρεται σωστά;
Θέλετε να ενθαρρύνετε το παιδί σας να καταλάβει από τα λάθη του και να γίνει καλύτερο;
Εάν πιστεύετε πως οι συνέπειες είναι απαραίτητες, δεν είστε οι μόνοι.
Πολλοί πιστεύουν πως οι συνέπειες δεν είναι μόνο καλές αλλά απαραίτητες για τη σωστή διαπαιδαγώγηση. Οι έρευνες όμως δείχνουν πως μάλλον κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Όταν τα παιδιά φέρονται άσχημα, αυτό που πραγματικά μπορεί να τα βοηθήσει να αλλάξουν, είναι να τους συμπεριφερθούμε με ευγένεια και να τους δείξουμε το ενδιαφέρον μας.
Γιατί, όταν τα παιδιά αισθάνονται πως ο γονιός τους προσπαθεί να τα κατανοήσει και δεν σπεύδει αμέσως να τα κατηγορήσει, είναι πιο πιθανό να προσπαθήσουν πράγματι να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και να κάνουν μια καλύτερη επιλογή, την επόμενη φορά.
Η ευγένεια και ο σεβασμός δεν επιβραβεύουν την κακή συμπεριφορά, αλλά βοηθούν στη δημιουργία μιας δυνατής σύνδεσης – ανάμεσα στο γονιό και το παιδί – που το ενθαρρύνει να αλλάξει.
"Το παιδί μου μόλις παραδέχτηκε πως πλήγωσε κάποιον άλλο, και εγώ θα προσπαθήσω να το καταλάβω; Αυτό δεν μπορεί να είναι το σωστό"!
Λοιπόν, ναι, ξέρετε, μπορεί η τιμωρία ή η απειλή να είναι ένας αυτόματος και εύκολος τρόπος για να σταματήσει εκείνη τη στιγμή η συμπεριφορά αλλά δεν μας εξασφαλίζει ότι δεν θα ξαναγίνει. Αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο να μάθει να κρύβει τις πράξεις του καλύτερα, από το φόβο της τιμωρίας.
To να μην υπάρχουν συνέπειες δεν σημαίνει πως το παιδί “τη γλιτώνει” με την ανυπακοή του!
Συχνά πιστεύουμε πως όταν αποδίδουμε ευθύνες και κατηγορούμε το παιδί μας, κάνουμε κάτι καλό και θετικό – του μαθαίνουμε να είναι υπεύθυνο. Αλλά όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που η κατηγορία είναι τρόπος ζωής, τότε γίνονται πιο αμυντικά, μαθαίνουν να κρύβουν τι τους συμβαίνει και τους είναι πιο εύκολο να κατηγορήσουν και να ρίξουν την ευθύνη σε κάποιον άλλον.
Οι συνέπειες μπορεί να οδηγήσουν σε έναν φαύλο κύκλο κακής συμπεριφοράς – τιμωρίας.
Αν αποδεχτούμε όμως το γεγονός πως τα παιδιά μας όσο μεγαλώνουν, θα κάνουν λάθη, θα πληγώνουν και θα πληγώνονται, θα τεστάρουν τα όριά μας και τις αντοχές μας, τότε ο δρόμος της κατανόησης και της εμπιστοσύνης μπορεί να έχει καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από αυτόν της τιμωρίας.
Η τιμωρία και η πειθαρχία, έτσι ίσως όπως την έχουμε μάθει από τους παλιότερους, συχνά εστιάζει στο να κάνουν το παιδί να νιώσει άσχημα με τον εαυτό του.
Ένα κλασικό κήρυγμα για το "πόσο κακό είναι να χτυπάμε" συνοδευόμενο μετά και από μία τιμωρία (πχ δεν έχει οθόνη σήμερα), όντως κάνει τικ σε πολλά κουτάκια της παραδοσιακής διαπαιδαγώγησης. Τι όμως μαθαίνει στα αλήθεια το παιδί με το να μένει τιμωρία στο δωμάτιό του, αφού πρώτα "τα έχει ακούσει" που χτύπησε το συμμαθητή του;
Το να μην χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για ένα απόγευμα δεν του μαθαίνει πώς να επιλύει τις διαφορές του
Το να μην δει τηλεόραση δεν του μαθαίνει πώς να συγκρατεί τα νεύρα του
Το να μην πάει σινεμά ή να μην φάει γλυκό δεν του μαθαίνει πως να επανορθώνει για τα λάθη του
Δεν βγάζει λοιπόν περισσότερο νόημα να βοηθάμε τα παιδιά μας στην αναζήτηση λύσεων για το πρόβλημά τους;
Ο Dr. Haim Ginott εξηγεί στο βιβλίο του, Between Parent and Child ότι τις περισσότερες φορές, οι συνέπειες είναι τιμωρητικές και κάνουν το παιδί να νιώσει ακόμη πιο άσχημα με τον εαυτό του.
Αντιθέτως εάν κάτσετε μαζί του και συζητήσετε τι συμβαίνει, τι νιώθει, γιατί συμπεριφέρθηκε έτσι και τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει τη συμπεριφορά του, το παιδί μπορεί να νιώσει ικανό να κάνει καλύτερες επιλογές στο μέλλον.
Εάν το παιδί νιώθει άσχημα για αυτό που είναι, δεν θα ψάξει να βρει καλύτερες λύσεις για τη συμπεριφορά του. Απλά θα νιώθει απαίσια ή θα προσπαθήσει να ρίξει το φταίξιμο αλλού.
Είναι όντως δύσκολο να διαχειριστούμε την ανυπακοή και την άρνηση συνεργασίας των παιδιών μας, τις περισσότερες φορές όμως συμπεριφέρονται με λάθος τρόπο, όταν ήδη νιώθουν άσχημα με τον εαυτό τους, συναισθηματικά φορτισμένα ή κουρασμένα.
Εκείνη τη μέρα που ο γιος σας λοιπόν δεν μάζεψε το δωμάτιό του, όπως το είχατε συμφωνήσει, μάλλον ήξερε ήδη πως αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό. Αν τον τιμωρήσετε, πιθανότατα θα θυμώσει πιο πολύ με τον εαυτό του και ίσως και με εσάς. Εάν όμως καθίσετε και μιλήσετε για το τι έγινε, ακούσετε τι έχει να σας πει και του τονίσετε πόσο σημαντικό είναι για εσάς να τηρούνται οι συμφωνίες στο σπίτι, ίσως να σας εκπλήξει η ειλικρίνιά του και η ανάγκη του να αναλάβει τις ευθύνες του.
Επίσης, σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τι μπορούμε να απαιτούμε από το παιδί μας, με βάση το ηλικιακό του στάδιο. Συχνά οι απαιτήσεις των γονιών δεν συνάδουν με την ηλικία του παιδιού. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο ένα παιδί 5 χρονών να μπορεί να έχει τον έλεγχο του χρόνου και να μην υποκύψει σε ένα ακόμη επεισόδιο της αγαπημένης του σειράς στο Netflix. Είναι δική μας δουλειά να φροντίζουμε και να θέτουμε ξεκάθαρα όρια και να βοηθάμε τα παιδιά μας να τα τηρούν.
Αντικαθιστώντας τις συνέπειες με θετική διαπαιδαγώγηση
Θέλουμε το παιδί μας να νιώθει άνετα να έρθει σε εμάς, ό, τι κι αν έχει κάνει ή έχει συμβεί.
Θυμόμαστε πως η καλή συμπεριφορά χρειάζεται πρακτική εξάσκηση, θέλει υπομονή και επιμονή.
Θέτουμε ξεκάθαρα όρια και τα τηρούμε.
Χρησιμοποιούμε στρατηγικές που σέβονται το παιδί μας.
Αντικαθιστούμε τις τιμωρίες με λύσεις που βοηθούν το παιδί να επιλέξει καλύτερα την επόμενη φορά.
Η θετική διαπαιδαγώγηση βοηθάει τα παιδιά να μάθουν να ελέγχουν μόνα τους τη συμπεριφορά τους όχι από φόβο τιμωρίας αλλά από αγάπη και σεβασμό στον εαυτό τους και τους άλλους.
Αν δεν είστε σίγουροι πως να αντικαταστήσετε τις συνέπειες, ξεκινήστε στην αρχή με πιο απλές καθημερινές καταστάσεις.
Αφιερώστε του λίγο χρόνο κάθε μέρα και μιλήστε του με σεβασμό και ευγένεια.
Ακούστε το προσεκτικά, όσο σας μιλάει και προσπαθήστε να καταλάβει τι νιώθει.
Και το πιο σημαντικό… πιστέψτε πως το παιδί σας μπορεί να συμπεριφερθεί καλύτερα με τη δική σας βοήθεια και στοργική καθοδήγηση.