Τι είναι η παιγνιοθεραπεία ή αλλιώς playtherapy;

Η Παιγνιοθεραπεία είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας που χρησιμοποιεί το παιχνίδι και την τέχνη ως κύριο μέσο έκφρασης, και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στα παιδιά που χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη.

Mε την παιγνιοθεραπεία το παιδί εξερευνά τις σκέψεις & τα συναισθήματά του με δημιουργικό και δυναμικό τρόπο.

Είναι πολύ πιθανό ένα παιδί να δυσκολεύεται να μιλήσει για τα προβλήματά του. Μπορεί επίσης να μην έχει τις λέξεις που χρειάζονται για να περιγράψει πώς νιώθει, ή γιατί συμπεριφέρεται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Μπορεί να μην αναγνωρίζει τις δυσκολίες του ή ακόμη και να μην μπορεί να τις εξηγήσει.

Η παιγνιοθεραπεία τού δίνει την ευκαιρία και το χρόνο να εκφραστεί μέσω του παιχνιδιού, χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από εργαλεία που έχει στη διάθεσή του, όπως: ζωγραφική και σχέδιο, νερό και πηλό, άμμο και μινιατούρες, βιβλία και ασκήσεις χαλάρωσεις, μουσική, κίνηση και κουκλοθέατρο.

Σε μία συνεδρία playtherapy το παιδί ανακαλύπτει τη δημιουργικότητά του και εκφράζεται χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από εργαλεία.

Οι παιγνιοθεραπευτικές συνεδρίες έχουν σκοπό να βοηθήσουν το παιδί να νιώσει καλά με τον εαυτό του. Επιπλέον, το βοηθούν να «δουλέψει» τυχόν τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να κρατάνε το μυαλό του ‘’αιχμάλωτο’’. Και ένα «αιχμάλωτο» μυαλό δύσκολα μπορεί να είναι ανοιχτό στη μάθηση στο σχολείο ή στις σχέσεις με τους άλλους, συνομήλικους ή δασκάλους.

Μέσω του παιχνιδιού, το παιδί εκφράζει τα δύσκολα συναισθήματά του, μέσα από μία ιστορία ή μία μεταφορά. Η μεταφορά βοηθάει το παιδί να νιώσει ασφάλεια, γιατί δημιουργεί μία ψυχική απόσταση, αφού αυτό που λέει και εκφράζει δεν αφορά απευθείας τον ίδιο, αλλά το παιχνίδι του. Αυτή η αποστασιοποίηση το βοηθάει να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του με λιγότερη ένταση και να βρει στο δικό του χρόνο, χωρίς πίεση, τις λύσεις που του ταιριάζουν.

Οι παιγνιοθεραπευτές/ τριες του PTI λαμβάνουν πλήρη ακαδημαϊκή και κλινική εκπαίδευση, πριν πιστοποιηθούν και είναι πλήρως διαπιστευμένοι από τον Βρετανικό Κρατικό Οργανισμό Professional Standards Authority (PSA).

Δεν μπορώ! Κι όμως υπάρχει!  

Όπως υπάρχει και Δεν θέλω. 

Κάποτε μας λέγανε πως δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, υπάρχει “δεν θέλω”. Και όντως μπορεί αυτή η φράση να λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη κάποιες στιγμές στη ζωή μας, μήπως όμως υπεραπλουστεύει τα πράγματα, μιλώντας μόνο για τη δύναμη της θέλησης; 

Μήπως κατά βάθος κρύβει έναν εγωιστή δυνάστη που θέλει να μας κάνει να νιώθουμε ενοχικά απέναντι σε κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε, υποστηρίζοντας πως ο μόνος λόγος που δεν μπορούμε, είναι απλά ότι δεν το θέλουμε όσο θα έπρεπε;

Και πόσο εύκολα βγαίνουν έξω από τη συζήτηση οι λόγοι και οι συνθήκες που μας επηρεάζουν και μας εμποδίζουν να πετύχουμε αυτό που θέλουμε; 

Και όχι! Οι λόγοι που δεν μπορούμε, δεν είναι πάντα δικαιολογίες για να μην πετυχαίνουμε. Και αυτό σίγουρα δεν χρειάζεται να το ακούει ένα παιδί!

Γιατί πολλά πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα ότι μπορούμε να τα κάνουμε με μόνη δύναμη τη θέλησή μας, τα παιδιά απλά δεν μπορούν. Γιατί δεν είναι αναπτυξιακά ή νευρολογικά έτοιμα να μπορούν, ακόμη κι αν το θέλουν. 

Κάποια “δεν μπορώ” ισχύουν για όλα τα παιδιά. Για παράδειγμα, στην ηλικία των 5 ετών τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν την αφηρημένη σκέψη γιατί δεν είναι ακόμη ο εγκέφαλός τους έτοιμος να την κατανοήσει (πχ δεν θα καταλάβουν μία ειρωνία ή ένα αστείο που θα πουν οι μεγάλοι) ή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους και εύκολα κυριεύονται από αυτά.

Αλλά όχι μόνο. Και εκείνο το παιδί στο σχολείο μπορεί να θέλει να μην κουνιέται στην καρέκλα του θρανίου αλλά να μη μπορεί. Μπορεί να θέλει να μην τσακωθεί με τον φίλο του αλλά να μη μπορεί να κρατήσει τον θυμό του. Τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν κάποια παιδιά ανεξάρτητα με το αν το θέλουν. 

Και αυτό το παιδί, και το κάθε παιδί, τελικά το τι θα μπορέσει να κάνει εξαρτάται κυρίως από τη στήριξη και την αποδοχή των άλλων γύρω του, των δασκάλων του, των γονιών του, των φροντιστών του, όλης της κοινωνίας στην οποία ζει… 

Αυτό το παιδί μπορεί να μάθει πώς να διαχειρίζεται το θυμό του, πώς να ελέγχει καλύτερα τις παρορμήσεις του, πώς να σχετίζεται, αρκεί εμείς γύρω του να είμαστε δίπλα του. Παρόλα αυτά, μπορεί πάντα το σώμα του να κινείται λίγο περισσότερο από των άλλων γύρω του ή να μην γίνει ποτέ καλός στην ορθογραφία. Γιατί υπάρχει εν τέλει και το “δεν μπορώ” και όχι μόνο το “δεν θέλω”. Και αυτό ας το θυμόμαστε πριν κατηγορήσουμε με ευκολία τη θέλησή του.

Για κάθε παιδί, λοιπόν, που από το “δεν μπορώ” κατακτά το “κοιτά, μπορώ!”, αυτό συμβαίνει πολύ συχνά επειδή κάποιοι βρέθηκαν δίπλα του και το στήριξαν. Επειδή το δικό του “δεν μπορώ”, το κάνανε, αν θέλεις, μπορούμε να προσπαθήσουμε μαζί. 

Χαρά Σφέτσα, Ψυχολόγος ΜΑ, Παιγνιοθεραπεύτρια